Συνέντευξη με επίκαιρο θέμα τα Χριστούγεννα, παραχώρησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄
στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Arxon.gr.
Ο Μητροπολίτης αναφέρεται διεξοδικά στο γεγονός της Χριστού Γεννήσεως, στη σημειολογία της εορτής, αλλά και από που εμείς σήμερα αντλούμε στοιχεία για το γεγονός αυτό. Επίσης, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι πιστοί πρέπει να εορτάζουν την Μεγάλη Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων.
– Σεβασμιώτατε, τί είναι τα Χριστούγεννα;
Τό ν’ ἀξιώνεσαι μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νά μιλᾶς γιά τήν «Χριστοῦ γέννα», εἶναι θεία χαρμοσύνη καί ὑπέρλαμπρη ἐνασχόληση. Ἀληθῶς, τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ μεγάλη Δεσποτική Ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας μας, καθ’ ὅτι κατ’ αὐτήν, ἑορτάζουμε τήν κοσμοσωτήριο ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στή γῆ. Εἶναι, ἡ κατ’ ἐξοχήν ἑορτή τῆς ταπεινώσεως, τῆς εἰρήνης, τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης, καθ’ ὅτι, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «ὤφθη ἐπί τῆς γῆς». Ὡς μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλε ὁ Θεός τόν Υἱόν Αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράση, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν». Ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἄλλως ἡ θεία ἐνανθρώπηση, ἦταν προαιώνιο σχέδιο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἡμάρτησε καί θεληματικά ἔπεσε, ἐπακριβῶς, ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν θέλησε νά μείνει ὁ ἄνθρωπος αἰώνια στήν κατάσταση αὐτή τῆς πτώσεως. Γι’ αὐτό, γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί γιά νά τοῦ δώσει τήν δυνατότητα τῆς ἐλεύθερης καί θεληματικῆς ἐκζήτησης τῆς σωτηρίας, ἔρχεται ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Κύριος, τώρα μέ τήν Θεία Του Γέννηση θά εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» γιά τόν ἄνθρωπο.
Ἔτσι «ἐπεσκέψατο ὁ Θεός καί ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ», διότι μέ τήν Γέννησή Του «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις». Ὁλόκληρη δέ ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἔχει σωτηριώδη σημασία γιά τόν ἄνθρωπο. Μετά τήν Γέννηση θἄχουμε ὅλα τά κοσμοσωτήρια γεγονότα: Τήν Ὑπαπαντή, τήν Βάπτιση, τήν Μεταμόρφωση, τήν Σταύρωση, τόν θάνατο καί τήν Ταφή, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη.
Ἔτσι, τά Χριστούγεννα εἶναι τό μεγαλύτερο γεγονός τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ἡ «γενέθλιος ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητος» κατά τόν Μ. Βασίλειον. Ἡ «μητρόπολις τῶν ἑορτῶν» κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομον, ἡ «ἑορτή τῆς ἀναδημιουργίας» κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον.
– Λέγεται ότι όλη η ανθρωπότητα περίμενε τον Λυτρωτή, τον Σωτήρα του κόσμου. Πόσο αυτό είναι αληθές;
Εἶναι, τῷ ὄντι, ἀληθές. Ἀπό τά πανάρχαια χρόνια, ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ζοῦσε μέ τήν προσδοκία τοῦ ἐρχομοῦ Του. Ἦταν ὁ κοσμοπόθητος. Ἡ πρό Χριστοῦ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καλεῖ τόν Σωτῆρα Χριστό μέ γλυκειά προσμονή καί μεγάλη προσδοκία. Προφῆτες, δίκαιοι, σοφοί, φιλόσοφοι, λαοί ὁλόκληροι, περίμεναν τόν Λυτρωτή. Ἦταν, ὁ μεγάλος Ἐρχόμενος, ἡ «Προσδοκία Ἐθνῶν». Τόν εἶχαν ποθήσει ὅλα τά ἔθνη καί μέ νοσταλγία περίμεναν τόν ἐρχομό του. Ἰσχυρό δέ, τόν προσδοκοῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖνος πού ἐπρόκειτο νά λυτρώσει καί νά ἐλευθερώσει τόν Προμηθέα δεσμώτη, ἔπρεπε νά εἶναι δυνατός. Ἰσχυρό ἀκόμη, τόν λαχταροῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἐκεῖνος πού ἔμελλε νά ἐγκαθιδρύσει ξανά τόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Δαυΐδ, ἔπρεπε νά εἶναι ζωσμένος τήν πανίσχυρη ρομφαία τοῦ Μεγάλου Βασιλέως.
Εἰδικότερα, οἱ Βαβυλώνιοι, ὅπως δείχνουν πολλοί χρησμοί τους, πίστευαν ὅτι σέ χώρα, πού βρίσκεται δυτικά ἀπό τή δική τους, θά ἐμφανιστεῖ ἕνας Θεός ὡς ἄνθρωπος, θά κυριαρχήσει σέ ὅλο τόν κόσμο καί θά φέρει τή δικαιοσύνη καί τή χαρά. Οἱ Ρωμαῖοι, τό ἴδιο πίστευαν, γιά τό ἐρχομό ἑνός Λυτρωτή, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Βιργίλιος καί Ὁράτιος, οἱ ποιητές, ἀλλά καί ὁ ἱστορικός Σουετώνιος γράφει, ὅτι θά ἔλθει κάποιος νέος βασιλεύς γιά ὁλόκληρο τόν ρωμαϊκό λαό.
Ἀλλά καί στόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο οἱ προφητικές φωνές περί τοῦ Μεσσίου εἶναι πολύ χαρακτηριστικές: Ὁ Προμηθέας τοῦ Αἰσχύλου, καθηλωμένος στό βράχο τοῦ μαρτυρίου του ἀκούει κάθε μέρα τήν προφητική φωνή τοῦ Ἑρμῆ: «Μή καρτερεῖς νά τελειώσουν τά δεινά σου αὐτά, πρίν νά φανεῖ κάποιος Θεός, πού θά σηκώσει πάνω του τούς πόνους σου, ὁ ἴδιος κατερχόμενος στά σκοτεινά βάθη τοῦ Ἅδη μέ τήν δική του θέληση». Καί ὁ Σωκράτης, βλέποντας τήν κατάπτωση τῶν Ἀθηναίων τῆς ἐποχῆς του, εἶπε, μεταξύ ἄλλων, στήν «Ἀπολογία» του, ὅπως μᾶς τήν παρέδωσε ὁ Πλάτων: «Καθεύδοντες διατελεῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ Θεός ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν». Δηλαδή: «Θά κοιμᾶστε, ἄν ὁ Θεός δέν σᾶς λυπηθεῖ καί δέν σᾶς στείλει κάποιον γιά νά σᾶς σώσει».
Ἰδιαίτερα, οἱ προφῆτες μίλησαν, προφήτευσαν γιά τόν Λυτρωτή καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Καί στόν ἰσραηλιτικό λαό, ἡ προσδοκία τοῦ Μεσσία ἦταν διαρκής καί ἔντονη. Περίμεναν τόν Μεσσία, Λυτρωτή καί Ἐλευθερωτή μέ βασιλικό ἀξίωμα. Εἶναι ἱστορικό γεγονός ὅτι ἀπό τό Πρωτευαγγέλιο, τήν ὑπόσχεση δηλαδή τοῦ Θεοῦ, πώς ἕνας ἀπόγονος τῆς γυναίκας πού θά γεννηθεῖ παρθενικά ἀπό αὐτήν θά ἐξουδετερώσει τόν διάβολο, ὡς τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή, ὑπάρχει ἕνα ὁλόκληρο πλῆθος μαρτυριῶν,πού δείχνουν τήν ἀναμονή αὐτή τοῦ Λυτρωτή.
Προφήτευσαν οἱ Ἡσαΐας, Ἱερεμίας, Ἰωήλ, Δανιήλ καί ἀκόμα εἶναι πολύ χαρακτηριστικό, ὅτι γίνονται ἀναφορές καί σέ λεπτομέρειες, ὅπως τρόπο γεννήσεως, τόπο, χρόνο κἄ.
Ἔτσι, ἡ πανανθρώπινη προσδοκία βρῆκε τήν ἐκπλήρωσή της κατά τό θεῖο θέλημα καί ὅπως γράφει τό Εὐαγγέλιο: «Ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας» καί «ἐπί Καίσαρος Αὐγούστου» γεννήθηκε στή ταπεινή Βηθλεέμ «ὁ πρό αἰώνων Θεός», ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθ’ ὅλα ἱστορικό πρόσωπο. Καί ποιός θά πίστευε; Ὅ,τι τό νήπιο αὐτό τῆς Βηθλεέμ, τό βρέφος τῆς φάτνης, ὁ υἱός τῆς Παρθένου, ἦταν ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ ἀπείρου Θεοῦ, ὁ ἀναμενόμενος ἰσχυρός καί κραταιός Λυτρωτής, ὁ Σωτήρ τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλά ἔτσι ἔγινε. Αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔκτοτε ἔχουμε τήν μεγάλη τομή στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἱστορία πρό Χριστοῦ καί ἱστορία μετά Χριστόν.
– Στα κείμενα των Ιερών Ευαγγελιστών πώς περιγράφεται το γεγονός της Γεννήσεως;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἡ πλέον αὐθεντική πηγή γιά τήν θεία Γέννηση εἶναι τά Ἱερά Εὐαγγέλια. Οἱ Εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Λουκᾶς στά Εὐαγγέλιά τους γράφουν γιά τήν Θεία Γέννηση. Δηλώνουν συνάμα, τό «οὐ σεσοφισμένοις μύθοις (=μέ ἔξυπνους φτιαγμένους μύθους) ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καί παρουσίαν, ἀλλ’ ἐπόπται (αὐτόπτες μάρτυρες) γενηθέντες τῆς Ἐκείνου μεγαλειότητος».
Κατ’ ἀρχήν, τά Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Λουκᾶ ὅπως καί τά ἄλλα δύο, ἐκεῖνα τοῦ Μάρκου (τό ἀρχαιότερο) ὡς τοῦ Ἰωάννου (τό θεολογικότατο) κατέχουν ὅλα τά σοβαρά στοιχεῖα, πού εἶναι ἀναγκαῖα, γιά τήν ἐγκυρότητά τους καί τήν κανονικότητά τους, ἤτοι: Τήν ἀξιοπιστία, τήν γνησιότητα καί τήν ἀκεραιότητα. Εἰδικότερα, ὁ Ματθαῖος μᾶς ἀναφέρει τήν προσκύνηση τῶν Μάγων, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς μᾶς περιγράφει τό χαρμόσυνο μήνυμα στούς ποιμένες ἀπό τόν ἄγγελο, τήν ὅλη ἀγγελική δοξολογία καί τήν ἐπίσκεψη τῶν ποιμένων στό θεῖο βρέφος. Ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρει καί τήν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος ὅταν γράφει ὅτι μέ τήν ἀφορμή τῆς ἀπογραφῆς, πού εἶχε διατάξει συγκεκριμένα ὁ καῖσαρ Αὔγουστος, ὁ Ἰωσήφ μετά τῆς Μαρίας μετέβη στή Βηθλεέμ στόν τόπο τῆς πατρώας καταγωγῆς, προκειμένου νά τύχουν τῆς νομικῆς ἀπογραφῆς.
Στή συνέχεια, τήν Βηθλεέμ τήν ἀναφέρουν καί οἱ δύο Εὐαγγελιστές (Ματθαῖος καί Λουκᾶς), ὡς τόν τόπο γέννησης τοῦ Ἰησοῦ. Περαιτέρω ὁ Ματθαῖος δύο φορές ὑπογραμμίζει τήν φράση «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Στό στίχο 18 γράφει: «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν˙ μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» καί στόν στίχο 20 «τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματος ἐστιν Ἁγίου».
Ἔπειτα εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό ἱερό κείμενο γράφει στόν στίχο 21 τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου «τέξεται δέ υἱόν». Δέν γράφει «τέξεταί σοι». Τό γεννηθέν εἶναι πάσης τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐπίσης, ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει: «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».
«Ἐμμανουήλ». Τό ἑβραϊκό αὐτό ὄνομα μεταφράζεται στά Ἑλληνικά: Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Καί παρατηροῦμε ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει καί τά δύο ὀνόματα Ἰησοῦς καί Ἐμμανουήλ, τό πραγματικό καί τό προφητικό. Τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο. Ἐμμανουήλ, λοιπόν. Ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν καί μεῖς ὁ λαός Του. Αὐτό εἶναι τό σπουδαῖο. Ὁ ἄπειρος Θεός γιά τήν πολλήν του ἀγάπη ἔγινε ἄνθρωπος. Μᾶς συνανεστράφη, ἔζησε ἀνάμεσά μας, ὡς νά ἦταν ἕνας ἐξ ἡμῶν. Καί τό πλέον πνευματικῶς ὑπέροχο εἶναι τό γεγονός ὅτι συγκαταβαίνει τόσο πολύ ὥστε νά κατοικεῖ καί στήν ψυχή τοῦ καθενός πιστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Χριστός «ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν» γιά τήν σωτηρία μας. «Οὐδέν ἄλλο δηλοῖ τό «καλέσουσιν Ἐμμανουήλ» – λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος- ἤ ὅτι ὄψονται Θεόν μετά τῶν ἀνθρώπων˙ ἀεί μέν γέγονε μετά τῶν ἀνθρώπων, οὐδέποτε δέ οὕτω σαφῶς».
Γράφει ἀκόμη, ὅτι οἱ Μάγοι, οἱ σοφοί καί πλούσιοι καί ἄρχοντες ἦλθαν καθοδηγούμενοι ἀπό τόν ἀστέρα καί βρῆκαν τό Παιδίον. Τότε «πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ». Ἔπεσαν κατά γῆς καί προσκύνησαν τό Παιδίον. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες εἶχαν παρουσιαστεῖ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως Ἡρώδου. Καί ὅμως καμμία ἀπολύτως τέτοια κίνηση. Ἐκεῖνον τόν βασιλέα δέν τόν προσκυνοῦν. Μόνον τόν Ἰησοῦν, παρ’ ὅτι Νήπιον καί τοῦτο γιατί ἄν καί ἔβλεπαν ἐνώπιόν τους ἕνα Βρέφος, τά μάτια τῆς ψυχῆς τους αἰσθανόντουσαν καί ἔβλεπαν τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεόν καί τόν Θεόν τόν προσκυνοῦμε. Οἱ σοφοί μάλιστα αὐτοί Μάγοι ἐκπροσωποῦν καί τούς πεπαιδευμένους ἀνθρώπους, τούς ἐπιστήμονες ὅλων τῶν αἰώνων. Οἱ σοφοί καί οἱ ἐπιστήμονες προσκυνοῦν ταπεινά Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ ἄπειρος σοφία, ἡ τοῦ Θεοῦ σοφία.
-Μιά ἄλλη φράση εἶναι:«Δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν». Οἱ Μάγοι ἔκαναν μία μεγάλη καί δύσκολη πορεία. Ἐπέρασαν βουνά, πεδιάδες, ποταμούς, χωρία καί κωμοπόλεις. Ὁ σκοπός τοῦ ταξιδιοῦ τους ἦταν νά ἱκανοποιήσουν τήν ἐπιθυμία πού τούς κατάκαιε τά στήθη, δηλαδή νά φθάσουν τόν Ἄφθαστο. Νά ἐγγίσουν τόν αἰώνιο Βασιλέα. Ἦταν τόση ἡ δίψα τους γιά τόν σαρκωθέντα Θεό, τοῦ Ὁποίου τό ἀστέρι ἔλαμπε στόν οὐρανό, ὥστε δέν ὑπολόγισαν κόπους καί μόχθους. Ὁ πόθος τους νά δοῦν, νά δεχθοῦν ἕνα κάποιο μήνυμα Του, τούς ἔκανε νά ψάχνουν, νά μοχθοῦν, νά περπατοῦν καί νά ρωτοῦν: «Ποῦ ὁ Χριστός γεννᾶται»; Καί αὐτός ὁ πόθος πραγματοποιήθηκε. Εὑρῆκαν τόν Χριστό, τό Παιδίον Ἰησοῦς. Τότε γονάτισαν, προσεκύνησαν καί πρόσφεραν τά δῶρα τους. Χρυσόν πού συμβολίζει τήν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, λίβανον γιά τήν θεότητα καί σμύρνα γιά τήν ταφή Του. Καί ἔπειτα ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τόν σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς τους «δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν». Ἀλληγορικά σημαίνει ὅτι ὅποιος ἀνακαλύπτει τόν Σωτῆρα δέν μπορεῖ πλέον νά ἐπιστρέφει ἀπό τόν ἴδιο δρόμο τῆς ἁμαρτωλῆς του καταστάσεως. Ὅποιος γνωρίζει οὐσιαστικά τόν Χριστό μετανοεῖ, ἀλλάσσει ζωή καί βιώνει πλέον μιά καινούργια ἐν Χριστῷ βιοτῇ.
Ὁ ἄλλος ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔχει τήν φράση: «Ἐτέχθη ὑμῖν Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος». Δηλαδή, ὁ ἄγγελος εἶπε στούς ποιμένες ὅτι γεννήθηκε σήμερα γιά σᾶς Σωτήρ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός.
Αὐτό τό «ὑμῖν», γιά ἐσᾶς, ἀφορᾶ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Οὐράνιος Πατέρας δέν μᾶς λησμόνησε. Οὔτε μᾶς περιεφρόνησε καί μᾶς ἀπαρνήθηκε. Ὅσο καί ἄν ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τόν Πλάστη καί Δημιουργό μας, Ἐκεῖνος βρισκόταν δίπλα μας καί περίμενε τήν κατάλληλη ὥρα γιά νά μᾶς ἐπαναφέρει στό Παράδεισο τῆς δόξας. Τό «ὑμῖν» λοιπόν εἶναι γιά ὅλους μας, τό ἀνθρώπινο γένος.
Παρατάσσει, ἐπιπλέον, ἐκεῖνος ὁ ἄγγελος, ὁ εὐαγγελιζόμενος τούς ποιμένες, τίς ὀνομασίες καί τίς ἰδιότητες τοῦ ἀρτιγέννητου βρέφους, τόν Ὁποῖον ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός ἀπέστειλε στόν κόσμο, ἤτοι Σωτήρ, Χριστός, Κύριος. Εἶναι ὁ «Σωτήρ» ἀπό τήν ἁμαρτία πού εἰσῆλθε στόν κόσμο μέ τήν παρακοή τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ. Εἶναι «Χριστός» κεχρισμένος ὄχι μέ τό τυπικό ἐκεῖνο ἔλαιον τῆς σκιᾶς τοῦ νόμου, ἀλλά μέ τό πνευματικό ἔλαιον τῆς θείας χάριτος τό ὁποῖο αὐτό τό πλήρωμα τῆς θεότητος τό σωματικῶς «ἐν αὐτῷ κατοικῆσαν» ἐξέχυνε πλούσια στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Εἶναι «Κύριος», δηλαδή ἄν καί βλέπουμε ἀσθενές καί πτωχό καί ἀδύναμο νήπιο, ἐν τούτοις κρύπτεται σ’ Αὐτό ἡ παντοδυναμία Του.
Ἔπειτα ἀναφέρει τόν ὕμνο: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Αὐτόν τόν ὕμνο ἔλεγαν κατεβαίνοντας ἀπό τόν οὐρανό καί ἀνεβαίνοντας οἱ στρατιές τῶν Ἀγγέλων, τήν ἁγία νύκτα τῶν Χριστουγέννων καί ἔτσι πανηγυρικά χαιρετοῦσαν καί ἔφερναν στήν ἀνθρωπότητα τό χαρμόσυνο μέγα μήνυμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἀλήθεια, τά Χριστούγεννα φέρνουν τήν οὐσιαστική καί αὐθεντική εἰρήνη στόν κόσμο. Τήν χριστιανική εἰρήνη, τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ «Ἄρχων τῆς εἰρήνης». Εἶναι «ὁ εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ τόν κόσμον». Ἄλλωστε ὁ Ἴδιος εἶπε: «Εἰρήνη ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν». Εἶναι ὁ Γεννηθείς, ὁ ἀληθινός Εἰρηνοποιός τοῦ κόσμου.
Καί ἀκόμη γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «Καί ἦλθον σπεύσαντες (=οἱ ποιμένες) καί ἀνεύρον τήν τε Μαρίαν καί τόν Ἰωσήφ καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ». «Κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ». Ἀλήθεια, ποῖος θά τό πίστευε; Ποῖος θά σχημάτιζε ποτέ τήν γνώμη, ὅτι τό ἀδύνατο νήπιο τῆς Βηθλεέμ ἦταν Θεός ἰσχυρός καί παντοδύναμος, «βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί κύριος τῶν κυριευόντων»; Γεννήθηκε μέσα σ’ ἕνα σταῦλο. Ἀνεκλίθη στή φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων. Χρησιμοποίησε ὡς στρῶμα γιά τό τρυφερό σῶμα του τά ξηρά χόρτα τοῦ σταύλου, ὡς βρεφικά ἐνδύματα, ὅ,τι πρόχειρό εἶχε μαζί της ἡ Παρθένος μητέρα καί ὡς πρώτους συμπαραστάτες δέχθηκε τά ζῶα τῆς φάτνης. Τίποτε τό ἐπίσημο, οὐδέ κἄν τό στοιχειωδῶς ἄνετο, δέν τοῦ προσέφερεν ὁ ἐπίγειος κόσμος. Ποῖος, λοιπόν, κάτω ἀπό τά ταπεινά αὐτά περιστατικά, θά διέβλεπε τόν ἰσχυρό Θεό; Ἀλλά αὐτή τήν πτωχεία καί τήν ταπείνωση τήν ἐξέλεξεν ὁ Ἴδιος γιά τόν ἑαυτόν του, γιά νά δώσει σέ μᾶς ὡς Θεός ἰσχυρός καί πολυέλεος τά ἄπειρα ἀγαθά τῶν πνευματικῶν του θησαυρῶν. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφεν ἀργότερα πρός τούς Χριστιανούς τῆς Κορίνθου, ὅτι «ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε».
Οἱ ποιμένες, ἔπειτα, ἀντιπροσωπεύουν τούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί μέ ἄδολη καρδιά καί πολλή ταπείνωση ἔρχονται κοντά στόν νεογέννητο Χριστό. Τοῦτο δηλώνει ὅτι γιά νά προσεγγίσεις καί νά βιώσεις τόν Σωτῆρα Χριστό χρειάζεσαι ταπεινό φρόνημα. Στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ εἰσέρχεσαι μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός σου καί μέ τήν ψυχή σου πλημμυρισμένη ἀπό πίστη καί ταπεινοφροσύνη. Δέν χωράει ἐγωϊσμός καί ἀλαζονεία.
– Μπορείτε να κάνετε μία περισσότερη ερμηνευτική προσέγγιση πάνω στα λόγια που είπε ο άγγελος στους ποιμένες;
Τά λόγια τοῦ ἀγγέλου τοῦ Κυρίου πού παρουσιάστηκε στούς ποιμένες πού φύλαγαν τά κοπάδια τους τήν νύκτα ἐκείνη τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, μᾶς τά παραθέτει στό Εὐαγγέλιό του, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, στό δεύτερο κεφάλαιο καί εἶναι ἐξόχως σημαντικό καί τοῦτο γιατί προέρχονται ἀπό ἕνα οὐράνιο ἄγγελο. Τί εἶπε, λοιπόν, ὁ ἄγγελος, καί μάλιστα στούς ἔκθαμβους καί φυσικά φοβισμένους ποιμένες ἀπό τήν λαμπροτάτη παρουσία του; Εἶπε ὁ ἄγγελος: «Μή φοβεῖσθε˙ ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἔστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. Καί τοῦτο ὑμῖν τό σημεῖον εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ».
Κατ’ ἀρχήν, λέγει ὁ ἄγγελος πρός τούς ποιμένες «μή φοβεῖσθε», διότι μέ τήν αἰφνίδια καί λαμπροτάτη ἐμφάνισή του καί μέσα στή νύκτα τοῦ ἀγγέλου ἐνώπιόν τους, ἐκεῖνοι «ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν». Καί πολύ φυσιολογικό ἦταν αὐτό ὄχι μόνον γιά τούς ἁπλοϊκούς ποιμένες ἀλλά καί γιά κάθε ἄνθρωπο ὅ,τι κι ἄν εἶναι αὐτός καί ὅποια θέση ἤ ἀξίωμα ἤ πλοῦτο κατέχει, ὅταν ἀνοίξουν οἱ οὐρανοί καί ἐμφανιστεῖ ἕνας ἄγγελος Κυρίου. Γι’ αὐτό καί προτρέπει «μή φοβεῖσθε». Καί ἀμέσως τούς ἀναγγέλλει τό χαρμόσυνο γεγονός γιά νά διακόψει τό αἴσθημα τοῦ φόβου. «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ». Δηλαδή, σᾶς ἀναγγέλλω ἕνα μεγάλο χαρμόσυνο γεγονός, πού ἀφορᾶ ὁλάκερη τήν ἀνθρωπότητα. Δέν εἶναι ἕνα ἁπλό, τοπικῆς ἐμβέλειας γεγονός, ἀλλά θά δώσει χαρά παντοῦ, σ’ ὅλο τόν κόσμο. Ἡ χαρά αὐτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι παροδική, φευγαλέα, χαρά πρόσκαιρη ἑνός ἀνθρώπου ἀπό κάποιο γεγονός πού ἔρχεται καί παρέρχεται, ἀλλά εἶναι ἄλλου εἴδους χαρά μέ πνευματικές συνέπειες πού φθάνουν καί στήν ἀτελεύτητο ζωή μας, τήν αἰωνιότητα. Ἡ χαρά αὐτή εἶναι γιά ὅλο τό λαό, δηλαδή γιά τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ὅλους τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ. Ὁ Γεννηθείς Χριστός δέν ἀνήκει μόνο στούς Ἰουδαίους, ἤ Ἕλληνες, ἤ Φοίνικες, ἤ λευκούς ἤ μαύρους, ἤ εἰδωλολάτρες, δούλους, ἐλεύθερους. Ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο καί τήν λύτρωσή του ἀπό τήν ἁμαρτία. «Ἔσται παντί τῷ λαῷ».
Ἔπειτα ὁ Ἄγγελος τούς εἶπε καί τήν αἰτία τῆς χαρᾶς. Καί αὐτή εἶναι ὅτι: «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος». Δηλαδή, γεννήθηκε σήμερον γιά σᾶς Σωτήρ, ἰδικός σας. «Γεννήθηκε Ἐκεῖνος πού θά σᾶς σώσει. Κατ’ ἀρχήν, ἡ λέξη «ὑμῖν» εἶναι πολύ χαρακτηριστική. Δέν γεννήθηκε ἀόριστα, ἀλλά γιά σᾶς. Σημαίνει περαιτέρω, ὅτι ὁ Οὐράνιος Πατήρ δέν ξέχασε τόν ἄνθρωπο, τόν κάθε ἄνθρωπο μετά τήν πτώση του καί τήν ἔξοδό του ἀπό τόν Παράδεισο. Δέν τόν ἀπαρνήθηκε καί δέν τόν περιφρόνησε. Πάντοτε ἦταν κοντά μας, ὅσο κι ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτήσαμε, δέν ἐφαρμόζαμε τίς ἐντολές Του, ζούσαμε στήν εἰδωλολατρία καί στή διαφθορά. Εἶχε βάλει βέβαια καί μέσα μας καί τόν πόθο τῆς λυτρώσεως, γι’ αὐτό καί πάντα τά ἔθνη προσδοκοῦσαν τόν Μεσσία, τόν Λυτρωτή τοῦ κόσμου. Ἦταν ὁ Χριστός ἡ «προσδοκία τῶν ἐθνῶν», ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Ἔτσι ὁ Πατήρ ἀπέστειλε, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἡ ὅλη παιδαγωγία ἐκ τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους τόν Υἱόν του τόν Μονογενῆ «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον».
Σπουδαία εἶναι καί ἡ ἄλλη λέξη. «Σήμερον». Εἶπε ὁ ἄγγελος «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ». Δηλαδή σήμερα εἶναι ἡμέρα ποθητή καί εὐλογημένη. Μέσα στή λέξη «σήμερον» κρύπτεται ἡ μακροχρόνιος ἀναμονή, ὅπως εἴπαμε. Ἡ προσδοκία. Αὐτή τήν ἡμέρα τήν περίμεναν οἱ Πατριάρχες, οἱ προφῆτες, οἱ δίκαιοι. Ὅπως δέν ἔγινε πραγματικότητα ὁ ἱερός τους αὐτός πόθος. Δέν ἐπληρώθη ἡ προσδοκία τους στή γενεά τους. Δέν εἶδαν τόν Σωτῆρα. Τόν προφήτευσαν, ἀλλά κατῆλθε ὁ Χριστός στή γή, ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ὅταν κατά τό θεῖο θέλημα ἦταν τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου».
Τόν ἀποκαλεῖ δέ Χριστόν, δηλαδή «κεχρισμένον». Κανείς βέβαια δέν τόν ἔχρισε δι’ ἐλαίου εὐλογίας καί ἀγαλλιάσεως, ὅπως ἄλλοτε ἔχρισε ὁ Μωϋσῆς τόν Ἀαρών, ἤ ὁ Σαμουήλ τόν βασιλέα Δαυΐδ. Εἶναι ὁ Χριστός ἤδη κεχρισμένος πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ στή φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Δέν ἔχει ἀλειφθεῖ μέ ὑλικό ἔλαιο καί μύρο, ἀλλά φέρει ὁ Ἴδιος τήν σφραγῖδα τοῦ Πνεύματος. Αὐτός συνεκέντρωσε στό Πρόσωπό Του τά ἀξιώματα τοῦ Προφήτου, τοῦ Ἀρχιερέως καί τοῦ Βασιλέως. Καί βέβαια κανένας ἀπό τούς ἄλλους κεχρισμένους ἀρχιερεῖς καί βασιλεῖς δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μ’ Αὐτόν. Αὐτοί ὅλοι εἶναι δοῦλοι καί Αὐτός ὁ Κύριος, ὁ μόνος πού δικαιοῦται αὐτό τό ὄνομα. Αὐτό τό ὄνομα Χριστός Κύριος εἶναι τό προσκυνητό, τό ὑπερύμνητο καί τό λατρευτό.
Ὁ ἄγγελος, λοιπόν, λέγει τά τρία προσωνύμια: Σωτήρ, Χριστός, Κύριος.
Καί τέλος, ὁ ἄγγελος ἀναφέρει καί τό συγκεκριμένο σημεῖο, τῆς ἱστορίας, τόν τόπο τῆς γεννήσεως. «Εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον ἐν φάτνῃ». Θά ἐνόμιζε κανείς καλλιμάρμαρα ἀνάκτορα, μεγαλοπρεπέστατα κτίρια, χῶρο λαμπρότατο καί παρουσία ἐστεμμένων καί πολλῶν ἀρχιερέων καί ἄλλων ἀξιωματούχων. Οὐδείς ὅμως. Ὁ ἄγγελος ὑποδεικνύει ἕνα στάβλο, ἐκεῖ στήν ἄσημη πολίχνη Βηθλεέμ καί μία πτωχοτάτη φάτνη, ὅπου ἔτρωγαν τά ζῶα. Ἔτσι, ὡς ἔλεγε ὁ μεγάλος καθηγητής Τρεμπέλας, συνέβη «τό Καπιτώλιο τῆς Ρώμης νά χάνει τήν δόξα του, ὁ Παρθενών τῶν Ἀθηνῶν ν’ ὠχριᾶ καί ὑπέρ πάντα ταῦτα ν’ ὀρθοῦται λαμπροτέρα καί ἐνδοξοτέρα ἡ Φάτνη». Καμμία δέ ἀπολύτως χλιδή, κανένας πλοῦτος. Τούς λέγει, θά βρεῖτε ἕνα πτωχό βρέφος τυλιγμένο ὄχι μέ ἐνδύματα τῆς πορφύρας ἀλλά μέ κάποια πενιχρά σπάργανα. Αὐτά ὅλα τά ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες θεία ἐνανθρώπηση, θεία κένωση, σμίκρυνση, πτωχεία ταπείνωση. Αὐτό εἶναι τό μέγα μυστήριο τῆς Σαρκώσεως Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό θαῦμα τῶν θαυμάτων.
–Αναφύονται με το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού μερικά θεολογικά ερωτήματα, όπως: Πώς η Παρθένος έτεκε; Γιατί ήρθε στη γη ο Χριστός; Γιατί ο Ευαγγ. Ματθαίος απαριθμει τις γενεές από Αβραάμ έως Χριστού, ενώ ο Ευαγγ. Λουκάς από Χριστού έως Αδάμ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καλῶς θέτετε αὐτά τά ἐρωτήματα, ἀκριβῶς γιατί ἔτσι θεολογοῦμε καί ἡ θεολογία εἶναι τό βασικότατο στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς πρός τό πρῶτο ἐρώτημα; Δηλαδή, πῶς ἡ Παρθένος Μαριάμ ἔτεκε Υἱόν; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται μέσα στήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή, στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐγένετο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Δέν γεννιέται ὡς κοινός ἄνθρωπος ἀλλ’ ὅπως ταίριαζε σέ Θεό πού γίνεται ἄνθρωπος. Διότι ἄν γεννιόταν μέ τόν κοινό τρόπο τεκνογονίας, οἱ πολλοί θά θεωροῦσαν τήν γέννησή Του ἀπάτη. Τώρα ὅμως γι’ αὐτό γεννιέται ἀπ’ τήν Παρθένο. Στή γέννησή Του μάλιστα, καί ἡ μήτρα τῆς μητέρας Του τηρεῖ ἀνέπαφη ἀπό τίς φυσιολογικές ἀλλοιώσεις πού ἐπιφέρει ἡ κυοφορία ἑνός κοινοῦ ἐμβρύου, καί τήν παρθενία της διαφυλάττει ἀβλαβῆ. Ἔτσι ὁ πρωτοφανής τρόπος τῆς κυήσεως μοῦ γίνεται πρόξενος μεγάλης πίστεως».
Ὁ ἅγιος Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως λέγει: «Ἀνερμήνευτο μυστήριο τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γέννα χωρίς πόνους καί λόχια ἐνανθρώπηση πού ἔδωσε μορφή στόν ἀπερίγραπτο, χωρίς νά προσβληθεῖ τό ἀπαθές τῆς θείας φύσεώς Του τοκετός πρωτοφανής». Γι’ αὐτό μᾶς συμβουλεύουν οἱ Πατέρες: «Μή προχωρεῖς εἰς τό πῶς ἐνηνθρώπησεν, ἀλλά νά προσκυνᾶς καί θεοπρεπῶς νά ζῇς τό γεγονός αὐτό, τό θαῦμα τῶν θαυμάτων».
Γιά τό δεύτερο ἐρώτημα, δηλαδή, γιατί ἐνανθρώπησε, φανερώθηκε στή γῆ ἀνάμεσά μας ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, θά μᾶς πεῖ ὅτι: «Ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Θά ἔρθει στή συνέχεια καί ὁ Γρηγόριος, ὁ Θεολόγος καί θά πεῖ: «Προσέλαβε τό χεῖρον, ἵνα δῶ τό βέλτιον». Καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος θά γράψει: «Ἐγένετο ἄνθρωπος, ἵνα τούς ἀνθρώπους ποιήσῃ τέκνα Θεοῦ». Ὁ δέ Ἱερός Δαμασκηνός θά θεολογίσει ὡς ἑξῆς: «Ἐγένετο ἄνθρωπος, ἐνηνθρώπησε, διά νά μᾶς καλέσῃ εἰς θεογνωσίαν», διά νά γνωρίσουμε τό τί ἐστί Θεός, γιά νά ἔχουμε τήν δυνατότητα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νά βλέπωμε τόν Θεόν ἀπαύστως.
Γιά τό ἑπόμενο ἐρώτημα σχετικά μέ τήν ἀπαρίθμηση τῶν γενεῶν ἀπό τούς Εὐαγγελιστές, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι, ὁ μέν Ματθαῖος γράφοντας τό Εὐαγγέλιό του ἀπευθύνεται πρός τούς Ἰουδαίους καί σκοπό ἔχει νά καταδείξει, ὅτι ἀπό τό σπέρμα τοῦ Ἀβραάμ βλάστησε ὁ Χριστός καί γιατί ἀκόμη τό νά εἶναι κάποιος υἱός Ἀβραάμ σήμαινε ὅτι ἦταν ἀληθής Ἰουδαῖος καί αὐτό ἦταν ἀφορμή καύχησης. Συγκεκριμένα ὁ Εὐαγγ. Ματθαῖος ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιό του «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβίδ, υἱού Ἀβραάμ». Ὁ Χριστός ἀπόγονος τοῦ βασιλέα Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος πάλιν ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραάμ ἦταν ὁ πρῶτος, ὁ Δαυΐδ ὁ τελευταῖος στούς ὁποίους καί ἔγινε ἡ ἐπαγγελία γιά τόν Μεσσία.
Ὁ δέ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀπευθύνεται πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἀνεβαίνει ἕως Ἀδάμ, γιά ν’ ἀποδείξει, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἀνήκει μόνο στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σ’ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
– Μετά τον βιβλικό λόγο που αναφέρατε, ο πατερικός λόγος, τί έχει να μας πει για την Γέννηση του Χριστού;
Πράγματι, ὅσο διαβάζουμε τούς λόγους τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τόσο διαισθανόμαστε τήν ἔκπληξη καί τό ἱερό θάμβος τῶν Πατέρων μπροστά στό θεῖο Μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὁ ἴδιος ὁ Ἱ. Χρυσόστομος λέγει πολύ χαρακτηριστικά: «Συγχώρησέ με, παρακαλῶ, γιατί θέλω ἀπό τήν ἀρχή νά σταματήσω τόν λόγο. Φοβᾶμαι νά προχωρήσω στήν ἔρευνα τοῦ μεγάλου μυστηρίου (τῆς σαρκώσεως). Μέ ποιό τρόπο καί πρός τά ποῦ νά στρέψω τό τιμόνι τοῦ νοῦ γιά νά πηδαλιουχήσω τό σκάφος τοῦ λόγου;».
Καί βέβαια ὁ πρύτανις τῶν ἱεροκηρύκων, ὁ χρυσορρήμων λέγει: «Ἀλλά τί νά πῶ ἤ πῶς νά μιλήσω; Διότι μέ γεμίζει ἀπό κατάπληξη τό θαῦμα. Ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν ἔγινε παιδί, ἐκεῖνος πού κάθεται σέ θρόνο ψηλό καί μεγαλοπρεπῆ, τοποθετεῖται σέ φάτνη, ὁ ἀπλησίαστος, ὁ ἀπέριττος, ὁ ἀσύνθετος καί ἀσώματος τυλίγεται μέ ἀνθρώπινα χέρια, ἐκεῖνος πού σπάζει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σέ σπάργανα, ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ θέλησή του. Διότι θέλει τήν ἀτιμία νά τήν μεταβάλει σέ τιμή, τήν ἀδοξία νά τήν ἐνδύσει μέ δόξα, τήν κατάσταση τῆς προσβολῆς νά τήν μεταβάλει σέ τρόπο ἀρετῆς. Γι’ αὐτό λοιπόν λαμβάνει τό σῶμα μου, γιά νά χωρέσω ἐγώ μέσα μου τόν Λόγο αὐτοῦ˙ καί, ἀφοῦ ἔλαβε τό σῶμα μου, μοῦ δίνει τό Πνεῦμα του, ὥστε, δίνοντας αὐτός σέ μένα καί παίρνοντας ἀπό μένα, νά μοῦ προσφέρει τόν θησαυρό τῆς αἰώνιας ζωῆς. Παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μέ ἁγιάσει καί μοῦ δίνει τό Πνεῦμα του, γιά νά μέ σώσει».
Καταλήγει δέ τόν ὑπέροχο αὐτόν λόγο του πού ἐπιγράφεται: «Λόγος εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» μέ τήν προτροπή: «Ἐλᾶτε, λοιπόν, νά ἑορτάσουμε, ἐλᾶτε νά πανηγυρίσομε. Πράγματι εἶναι παράξενος ὁ τρόπος τῆς ἑορτῆς, ἐπειδή εἶναι παράξενος καί ὁ λόγος τῆς γεννήσεως αὐτοῦ. Διότι σήμερα λύθηκαν τά μακροχρόνια δεσμά, ὁ διάβολος καταντροπιάσθηκε, οἱ δαίμονες δραπέτευσαν, ὁ θάνατος καταργήθηκε, ὁ παράδεισος ἀνοίχθηκε, ἡ κατάρα ἐξαφανίσθηκε, ἡ ἁμαρτία διώχθηκε μακριά, ἡ πλάνη ἀπομακρύνθηκε, ἡ ἀλήθεια ἐπανῆλθε, καί ὁ λόγος τῆς εὐσέβειας σπάρθηκε καί διαδόθηκε παντοῦ˙ ὁ οὐράνιος τρόπος ζωῆς φυτεύθηκε στή γῆ, οἱ ἄγγελοι ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἀνθρώπους, καί οἱ ἄνθρωποι χωρίς φόβο συνομιλοῦν μέ τούς ἀγγέλους. Γιατί; Ἐπειδή ὁ Θεός ἦρθε στή γῆ καί ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στόν οὐρανό».
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος νωρίτερα εἶχε θεολογήσει γράφοντας στόν λόγο του «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως» ἤτοι: «Αὐτός (= ὁ Χριστός) ἔγινε ἄνθρωπος οὕτως ὥστε ἐμεῖς νά θεοποιηθοῦμε καί Αὐτός ἐφανέρωσεν τόν ἑαυτόν Του σωματικῶς ὥστε ἐμεῖς νά λάβουμε γνώση τοῦ ἀοράτου Πατρός». Σαφής ἐν προκειμένῳ ὁ λόγος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου ὁ ὁποῖος ὁρίζεται ὡς ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ ὕψιστος καί τελειοτικός προορισμός μας. Τήν ἴδια θέση διατυπώνει καί ὁ φιλόσοφος νοῦς, ὁ Γρηγόριος Νύσσης (†394) ὅταν γράφει: «Ὁ δέ φανερωθείς Λόγος διά τοῦτο κατέμειξεν ἑαυτόν τῇ ἐπικήρῳ (=φθαρτή) τῶν ἀνθρώπων φύσει, ἵνα τῇ τῆς θεότητος κοινωνίᾳ συναποθεωθεῖ τό ἀνθρώπινον».
Γι’ αὐτόν τόν πλοῦτο τῆς θεότητος μέσα μας θά γράψει καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀπεριόριστος, ὁ ἀσώματος, ἡ ἀρχή ἐκ τῆς ἀρχῆς, τό φῶς ἐκ τοῦ φωτός, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, τό ἀποτύπωμα τοῦ πρωτοτύπου κάλλους, ἡ ἀκίνητος σφραγίς, ἡ ἀμετάβλητος εἰκών, ὁ λόγος τοῦ Πατρός ἔρχεται εἰς τήν ἰδικήν του εἰκόνα καί ἐνδύεται τό ἀνθρώπινο σῶμα πρός χάριν τοῦ ἀνθρώπου καί συνδέεται μέ νοεράν ψυχήν πρός χάριν τῆς ἰδικῆς μου ψυχῆς, καθαρίζων τό ὅμοιον μέ τό ὅμοιον, καί γίνεται ἄνθρωπος εἰς ὅλα, ἐκτός τῆς ἁμαρτίας… Ἐκεῖνος, πού ὑπάρχει, γίνεται (ἄνθρωπος)˙ καί ὁ ἄκτιστος (ὁ μή δημιουργηθείς) κτίζεται (δημιουργεῖται)… καί ἐκεῖνος, πού χορηγεῖ τόν πλοῦτον, γίνεται πτωχός προσλαμβάνει τήν πτωχείαν τοῦ (ἀνθρωπίνου) σώματός μου, διά νά λάβω ἐγώ τόν πλοῦτον τῆς θεότητός του. Καί αὐτός, πού εἶναι πλήρης (ἀπό τά ἀγαθά τῆς θείας φύσεως), ἀποβάλλει τό θεῖον μεγαλεῖον του διότι ἀποξενώνεται ἐπ’ ὀλίγον χρόνον ἀπό τήν δόξαν του, διά νά πάρω ἐγώ μέρος ἀπό τόν ἰδικὸν του πλοῦτον (τῶν θείων ἀγαθῶν)».
Ὁ μυσταγωγικότατος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ὑπογραμμίζει μέ συνοπτικό τρόπο τήν ἄπειρη ἀγαθότητα καί εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο γράφοντας: «Ἐπήκουσε τῆς δεήσεως τῶν προφητῶν, ὁ Κύριος, ὁ Πατήρ οὐχ ὑπερεῖδεν ἡμῶν τό γένος ἀπολλύμενον. Ἐξαπέστειλεν τόν Υἱόν Αὐτοῦ, τόν Κύριον οὐρανόθεν ἰατρόν». Ἔπειτα ὁ ἱερός Δαμασκηνός τονίζει: «Ὁμολογοῦμεν αὐτόν (δηλ. τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν) ἕνα Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί μετά τήν ἐνανθρώπησιν καί Υἱόν ἀνθρώπου τόν αὐτόν, ἕνα Χριστόν, ἕνα Κύριον, τόν μόνον μονογενῆ Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, Ἰησοῦν, τόν Κύριον ἡμῶν. Δύο αὐτοῦ τάς γεννήσεις σέβοντες, μίαν τήν ἐκ Πατρός προαιώνιον ὑπέρ αἰτίαν καί λόγον καί χρόνον καί φύσιν καί μίαν τήν ἐπ’ ἐσχάτων δι’ ἡμᾶς καί ὑπέρ ἡμᾶς».
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν καί τά δύο ἐρωτήματα πού θέτει ὁ μεγάλος τῆς δογματικῆς θεολογίας πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἐρωτᾶ: «α) Γιατί ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί ὄχι ὁ Πατήρ, οὔτε τό Ἅγιον Πνεῦμα; καί β) Τί κατόρθωσε μέ τήν ἐνανθρώπηση ὁ Υἱός; Καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: Πατέρας εἶναι ὁ Πατέρας καί ὄχι Υἱός. Υἱός εἶναι ὁ Υἱός καί ὄχι Πατέρας, Πνεῦμα Ἅγιο τό Πνεῦμα καί ὄχι Πατέρας οὔτε Υἱός˙ γιατί ἡ ἰδιότητα εἶναι ἀκίνητη. Ἤ πῶς θά μποροῦσε νά κινεῖται καί νά ἀλλάζει; Γι’ αὐτό ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά μείνει ἡ ἰδιότητα ἀκίνητη˙ ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος ἀφοῦ σαρκώθηκε ἀπό τήν ἁγία Παρθένο καί δέν ἔχασε τή δική του ἰδιότητα. Καί ἐνανθρώπησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γιά νά χαρίσει ξανά στόν ἄνθρωπο αὐτό, γιά τό ὁποῖο τόν δημιούργησε˙ τόν ἔκανε κατ’ εἰκόνα του, νοερό καί αὐτεξούσιο καί καθ’ ὁμοίωση. Ἀφοῦ δέ κατέστησε τόν ἄνθρωπο κοινωνό μέ τόν ἑαυτό του, τόν ἀνέβασε μέ τήν κοινωνία του πρός τό ἄφθαρτο».
Ὁ Πρόκλος, ὁ διάκονος τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου καί Πατριάρχης Κων/λεως γράφει στόν Β’ Λόγο του «Εἰς τήν Ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»: «Διά τήν ἡμέραν τῆς ἐνανθρωπήσεως ὁμιλῶ, ὅταν ἡ Παρθένος ἐμιμήθη τόν οὐρανόν. Ὅταν ἀπό τήν κοιλίαν της ἐξεπήδησαν ἀκτῖνες. Ὅταν τό Φῶς μετεσχηματίσθη καί ἔλαβε ἀνθρωπίνην μορφήν. Ὅταν ἡ γέννησις τοῦ γεννηθέντος, δέν ὑπῆρξε ἀρχή, ἀλλά ἀνατολή… Ὅταν ὁ Κύριος Θεός ὤν ἐπί τῆς γῆς ἐφανερώθη καί διά τῆς Παρθένου ἦλθε σωματικῶς ἐκεῖ ὅπου καί προηγουμένως ἦτο πάντοτε παρών. Καί ἡ γέννησις δέν τόν ἠλάττωσε. Καί ἡ σάρκωσις τήν ἄκτιστον φύσιν του δέν τήν ἠλλοίωσεν. Ἀλλ’ ἡ κτιστή μορφή τόν κτίστην ἐμορφοποίησε καί τόν ἀχώρητον σαρκωθέντα ὁ κόσμος ἐχώρησε».
Ὁ Βασίλειος Σελευκείας θά χαράξει αὐτές τίς τόσο θαυμάσιες γραμμές γιά τήν Παρθένο Μαριάμ, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο: «Ὅταν ἡ Θεοτόκος ἔμεινε μόνη μέ τόν μικρόν Ἰησοῦν εἰς τήν ἀγκάλην της, ἀλλά καί ἀπό δέος, αὐτά περίπου θά ἔλεγεν εἰς τόν Υἱόν της: Πῶς, Υἱέ μου, νά ἀπευθυνθῶ πρός Σέ; Ὡς πρός ἄνθρωπον; Ἀλλά θεϊκήν εἶχες τήν σύλληψιν. Ὡς πρός Θεόν; Ἀλλά ἀνθρωπίνην ἔλαβες σάρκωσιν. Τί λοιπόν νά πράξω ἀπέναντί Σου; Νά γαλακτοτροφήσω ἤ νά θεολογήσω; Ὡς μητέρα νά Σέ περιποιηθῶ ἤ ὡς δούλη νά Σέ προσκυνήσω; Ὡς τέκνον μου νά Σέ ἐναγκαλισθῶ ἤ ὡς νά εὑρίσκωμαι ἐμπρός εἰς τόν Θεόν μου νά πέσω εἰς τά γόνατα καί νά προσευχηθῶ; Νά Σοῦ δώσω γάλα ἤ νά Σοῦ προσφέρω θυμίαμα; Τί εἶναι αὐτό τό μέγα θαῦμα, τό ὁποῖον βλέπω ἐμπρός μου; Ὁ οὐρανός εἶναι ὁ θρόνος Σου καί ἰδική μου ἀγκάλη Σέ βαστάζει. Ὁλόκληρος ἐδῶ κάτω εἰς τήν γῆν ἦλθες, ἀλλά καθόλου δέν ἀπεχωρίσθης ἀπό τούς κόλπους τοῦ Πατρός. Διότι δέν ἔγινε τοπική κατάβασις, ἀλλά ἐπραγματοποιήθη θεϊκή συγκατάβασις. Ὑμνῶ, Υἱέ μου, τήν φιλανθρωπίαν Σου. Δέν ἠμπορῶ ὅμως νά ἐρευνήσω τήν οἰκονομίαν Σου».
Καί ἐκ τῶν νεωτέρων, ὁ λόγιος ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παραστατικότατα ἀναγγέλλει:
«Ὤ! ἀφήσατέ με νά ὑπάγω κοντά εἰς τήν Φάτνην καί νά εἰπῶ εἰς τόν Ἰησοῦν: τί εἶναι αὐτή ἡ ἄκρα σου συγκατάβασις, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ; Ἐσύ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ἐπιθυμητός Μεσσίας ἀπό ὅλα τά ἔθνη, καί εὐθύς νά γεννηθῇς μέ τοιαῦτα βάσανα; Ναί μοῦ ἀποκρίνεται· τοῦτο ἦτο ἀπ’ ἀρχῆς τό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός μου, νά ἀναιρεθῇ ἡ ἡδονή διά τῆς ὀδύνης, καί τοῦτο τό πατρικόν θέλημα ἦλθον νά τελειώσω ἐγώ, εὐθύς ὅπου γεννήθηκα εἰς τόν κόσμον».
Ἔτσι ὁμιλοῦν καί γράφουν οἱ θεοφόροι, σοφοί καί ἅγιοι Ἕλληνες Πατέρες.
-Τώρα την περίοδο προ των Χριστουγέννων αλλά και την κυριώνυμο ημέρα της μεγάλης εορτής ακούμε υπέροχους εκκλησιαστικούς ύμνους. Μιλήστε μας για την υμνογραφία και υμνολογία των Χριστουγέννων.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεμάτη ἀπό ὑψηλή ποίηση, ἱερή ὑμνογραφία καί μελωδία. Μεγάλοι καί σπουδαῖοι ὑμνωδοί τῆς Ἐκκλησίας μας, συνέθεσαν τροπάρια, ἰαμβικούς κανόνες καί καταβασίες, ἰδιόμελα Ἑσπερινοῦ καί Ὄρθρου, ἐξαποστειλάριον, ἀπολυτίκιον καί κοντάκιον, πού ὅλα αὐτά τά μελωδήματα εἶναι ἀνεκτίμητοι καί πολύτιμοι θησαυροί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης, ἀλλά θἄλεγα καί τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στήν ὅλη ἐπιτυχία τῆς γραφῆς τῶν τροπαρίων αὐτῶν συνετέλεσε σέ κύριο καί ὕψιστο βαθμό, ἡ πλουσιότατη ἑλληνική γλῶσσα, πού ἀπό μόνη της τυγχάνει ἀριστούργημα τῆς ἔκφρασης τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι δέν εἶναι μόνο οἱ στρατιές τῶν ἀγγέλων πού δοξολογοῦν καί ἀνυμνοῦν τό Θεῖο Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, ἀλλά εἶναι καί ὁ νοῦς, ἡ γραφή καί ἡ φωνή, οἱ ψυχές τῶν ἱερῶν ὑμνωδῶν πού σκιρτοῦν ἀπό ἀγαλλίαση. Ἀπό τόν Κοσμᾶ μέχρι τόν Ρωμανό, τούς ἀποκαλουμένους Μελωδούς, χορεία ἁγίων καί ὁσίων μορφῶν ψάλλουν καί ἀνυμνοῦν τόν Γεννηθέντα Χριστό, ὁ καθένας μέ τό δικό του χάρισμα πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός.
Κατ’ ἀρχήν, ὅταν εἰσέλθουμε στό ναό τήν παραμονή τό ἑσπέρας τῶν Χριστουγέννων, θά ἀκούσουμε τό θαυμάσιο «Δοξαστικό» σέ ἀποφθεγματικές γραμμές. Σάν ν’ ἀπαγγέλλεται τό διάταγμα τῆς ἀπογραφῆς τοῦ Καίσαρα. «Aὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπί τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο· καί Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπό μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται καί εἰς μίαν δεσποτείαν θεότητος τά ἔθνη ἐπίστευσαν. Ἀπεγράφησαν οἱ λαοί τῷ δόγματι τοῦ Kαίσαρος· ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί ὀνόματι θεότητος…». Τό Δοξαστικό αὐτό ἔγραψε ἡ περίφημος Κασία ἤ Κασσιανή τῶν βυζαντινῶν χρόνων.
Ἔπειτα, ἄλλοι στίχοι, ἐξόχως σπουδαῖοι καί μέ θεολογικό περιεχόμενο, μᾶς μεταφέρουν στόν τόπο τοῦ θείου Μυστηρίου τῆς Γεννήσεως.«Λαθών ἐτέχθης ὑπό τό σπήλαιον ἀλλ’ οὐρανός σέ πᾶσιν ἐκήρυξεν, ὥσπερ στόμα τόν ἀστέρα προβαλλόμενος, Σωτήρ…». Πρόκειται γιά ἕνα ὑπέροχο τροπάριο πληρέστατο ἀπό τήν θεολογία τῆς Θείας Γεννήσεως. Ἡ μετοχή «λαθών» τοῦ ρήματος «λανθάνω», σημαίνει διαφεύγω τῆς προσοχῆς κάποιου. Ἔτσι ὁ Χριστός, σάν εἶναι ἄγνωστος, ἀπαρατήρητος, ἔρχεται καί μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ θεότητά Του εἶναι κρυμμένη μέσα στήν ἐνανθρώπηση. Πράγματι, ὁ Χριστός μας σμίκρυνε ἑκούσια τό μεγαλεῖον καί τήν δόξα Του, πρός καιρόν, καί ταπείνωσε τόν Ἑαυτόν Του δεχόμενος νά γεννηθεῖ κρυφά, χωρίς ἐξωτερικούς θορύβους καί κοσμικές θριαμβολογίες, ἐκεῖ στό σκοτεινό σπήλαιο, στή φάτνη τῶν ἀλόγων. Ἀντί νά γεννηθεῖ στήν πρωτεύουσα στά Ἱεροσόλυμα ἤ στή Ρώμη, προτιμᾶ τήν ταπεινή καί ἄσημη πολίχνη Βηθλεέμ. Ἀντί τά ἀνάκτορα μέ τήν χλιδή, τήν φάτνη μέ τά ἄχυρα τῶν ἀλόγων. Ἀντί τά χρυσοκέντητα ἐνδύματα, τά πτωχικά σπάργανα πού ἔδωκε ἡ Παρθένος Μαριάμ. Ἔκρυψε τήν θεότητά Του, ἔγινε «ἐν ὁμοιώματι σαρκός», ντύθηκε τήν ἀνθρώπινη φύση χωρίς ἁμαρτία γιά νά μᾶς λυτρώσει καί σώσει ἀπό τίς δικές μας ἁμαρτίες.
Καί ὅταν πιά ξημερώνει, ὁ μελωδός μέ τήν λύρα του, μᾶς ξυπνᾶ γιά νά ὑπάγουμε καί ὑπαντήσουμε καί ψάλλουμε τό: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ…».
Ἀλλά τί νά προφέρουν τά χείλη, ὅταν ἡ καρδιά ξεχειλίζει ἀπό αἴσθημα καί ὁ νοῦς σταματᾶ; Θάμβος καί ἔκσταση συνέχουν τόν ὑμνωδό. Ἀφοῦ ἡ Παρθένος ἐκπλήσσεται, σέ σημεῖο ὥστε ἐκεῖνος νά τήν ἐρωτᾶ: -«Τί θαυμάζεις Μαριάμ; τί ἐκθαμβείσαι τό ἐν σοί;» Καί ἐκείνη: -«Ὅτι ἄχρονον υἱόν χρόνῳ ἐγέννησα, φησί».
Ἡ πραγματική ὅμως ἀπάντηση, ἡ μεταφυσική λύση τοῦ μυστηρίου, δίδεται ἐπιγραμματικά στή συνέχεια μ’ ἕνα καί μόνο συμπέρασμα: «Ὅπου Θεός δέ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Καί πάλιν ὁ ὑμνογράφος διερωτᾶται: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; «Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός; Πάντως ὡς εἶδεν, ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησε». Ὁ τελευταῖος στίχος κλείνει ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καί συγκαταβάσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Στή συνέχεια, ὁ Κανόνας τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, θά μᾶς ἀνεβάσει στά οὐράνια καί μαζί μέ τούς ἀγγέλους θά ψάλλουμε: «Χριστός Γεννᾶται δοξάσατε. Χριστός ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε˙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καί ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοί ὅτι δεδόξασται». Τά λόγια εἶναι ἀπό τόν λαμπρό «Εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», Λόγον τοῦ μεγάλου θεολόγου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἐδῶ νάματα μελίρρυτα ξεχύνονται στίς 8 ὠδές τοῦ Κανόνα καί προσκαλεῖ ὁ μελωδός νά συνεορτάσει μαζί μέ τούς πιστούς ὁλάκερο τό σύμπαν. Ἡ μία ὠδή καλύτερη ἀπό τήν ἄλλη, μέ βαθύτατο πνευματικό νόημα.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτόν τόν Κανόνα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ ἔρχεται καί ὁ Ἰαμβικός Κανόνας πού ἔχει ἐπιγραφή «Ἰωάννου μοναχοῦ», ἔτσι ἁπλά καί τόσο λιτά. Ὁ Κανόνας αὐτός ἔχει 26 θαυμάσιες στροφές καί κάμνει μεγάλη ἐντύπωση ἡ τόσο ταπεινή ἐπιγραφή. Ποῖος τάχα νά τό ἔγραψε τό ἐμπνευσμένο αὐτό ἐκκλησιαστικό ποίημα; Κάποιος ἄγνωστος, μοναχός σέ κάποιο ἄγνωστο μοναστήρι. Καί ὅμως. «Ἰωάννης μοναχός» εἶναι ὁ ταπεινότερος τίτλος μιᾶς ἀπό τίς μεγαλύτερες προσωπικότητες τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Εἶναι ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, ἕνας ἐκ τῶν ἀρχόντων, τῶν μεγίστων ὑμνογράφων καί μελωδῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ τῆς Δογματικῆς Θεολογίας πατήρ, μέ τό σπάνιο ποιητικό του τάλαντο, τήν μεγάλη του ἔμπνευση καί τήν γλυκύτατη λύρα τῆς θεολογίας του, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά συγκινεῖται καί συγκλονίζεται πνευματικά ἀπό τό θεῖο μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί μέ τήν πέννα του γράφει καί μᾶς προσφέρει τόν ὑπέροχο ἰαμβικό κανόνα στόν ὁποῖο ὁ πλοῦτος τῶν αἰσθημάτων τῆς ψυχῆς του συναγωνίζεται τό βάθος τῶν νοημάτων καθώς καί τήν βαθειά κατοχή καί γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἰδού ἡ ἀρχή: «Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης ὑγρόν θαλάσσης, κῦμα χερσώσας πάλαι. Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατὴν Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ᾿ οὐσίαν Ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖς δοξάζομεν».
Δηλαδή, ὁ Δεσπότης Κύριος ἔσωσε τούς Ἰσραηλῖτες μέ θαυμαστό τρόπο, μετατρέποντας τήν θάλασσα σέ ξηρά. Ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ὁ Χριστός μέ τήν θέλησή Του, γεννήθηκε ἄνθρωπος καί ἔγινε διαβατός ὁ δρόμος μας πρός τόν οὐρανό. Αὐτόν πού εἶναι ὅμοιος ὡς πρός τήν οὐσία μέ τόν Πατέρα Θεό καί μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους, ἄς Τόν δοξάσουμε. Ἔτσι ἀρχίζει ὁ ὑμνογράφος μέ εἰκόνες καί μέ τύπους καί ἀλληγορίες γιά νά μᾶς δώσει τήν δυνατότητα προσέγγισης τοῦ Μυστηρίου τῆς Γεννήσεως. Μᾶς μεταφέρει στό γεγονός τῆς Π. Διαθήκης, στήν Ἐρυθρά θάλασσα καί παρομοιάζει ὅπως ὁ Δεσπότης, ὁ Θεός, διά μέσου θαυματουργίας ἔσωσε τόν λαόν μεταβάλλοντας σέ ξηρά τό ὑγρό στοιχεῖο, τήν θάλασσα καί πραγματοποιήθηκε ἡ διάβαση γιά τούς Ἰσραηλῖτες, πρός σωτηρίαν τους, ἔτσι καί τώρα, ὁ Γεννηθείς ἑκουσίως ἀπό τήν Παρθένο, ἔκαμε βατή τήν ὁδό τοῦ πόλου, ἤτοι τό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. Μᾶς ἄνοιξε καί πάλιν τήν θύρα τοῦ Παραδείσου.
Ἔπειτα δίνει καί πολλές ἄλλες εἰκόνες μέ τά τροπάρια καί τῶν ἄλλων Ὠδῶν καί καλεῖ τά ἔθνη πού ἦταν βυθισμένα στή φθορά, τώρα πού ἦλθε ὁ Χριστός καί γλύτωσαν ἀπό τόν ὄλεθρο, νά ὑψώσουν εἶναι καιρός πλέον, τά χέρια τους, ψάλλοντες ὕμνους καί ὠδές, ἀλλά συγχρόνως καί προσκαλεῖ νά ἀναλάβουν καί τό καθῆκον νά σέβονται καί νά λατρεύουν μόνο τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή καί Εὐεργέτη τοῦ κόσμου, τόν Χριστό καί ὄχι τά εἴδωλα καί τά πάθη. Ὡραιότατα λέγει τό τροπάριον: «Ἔθνη τά πρόσθεν τῇ φθορᾷ βεβυσμένα, ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα, ὑψοῦτε χεῖρας σύν κρότοις ἐφύμνιον, μόνον σέβοντα Χριστόν ὡς εὐεργέτην, ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς, συμπαθῶς ἀφιγμένων». Δηλαδή, οἱ εἰδωλολάτρες πού ἦσαν βυθισμένοι στήν ἁμαρτία, ἡ κατάστασή τους τώρα ἄλλαξε πέρα γιά πέρα ἀπό τόν ὄλεθρο. Καί μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀπέφυγαν τόν πνευματικό θάνατο πού προκαλεῖ ὁ διάβολος. Ὑψῶστε, λοιπόν, τά χέρια σας στόν οὐρανό καί δοξάσατε τόν μόνον Κύριό μας πού σαρκώθηκε καί ἦλθε στόν κόσμο ὡς εὐεργέτης.
Ὕστερα, σπουδαῖος ὕμνος χαρᾶς τῆς ἑορτῆς εἶναι τό «Κοντάκιον». Ὁ Πίνδαρος τῆς ὀρθοδοξίας, ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός μᾶς τόν προσφέρει : «Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Ἐξόχως, ὅμως, περιεκτικό καί θεολογικότατο εἶναι καί τό «Ἀπολυτίκιον» τῆς ἑορτῆς. «Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο· σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι».
Ἡδύμολπα, λοιπόν, τροπάρια καί ὕμνοι ἐξυμνοῦν τήν «Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν» καί μελωδοῦν τήν «Γενέθλιον ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητος».
-Ποια είναι η σωστή εικόνα της Γεννήσεως;
Κάθε εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκφράζει τόν θεῖο καί τόν ἀνθρώπινο, τόν ἐγκόσμιο καί τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ἡ εἰκόνα ἔχει σκοπό διδακτικό. Μ΄ αὐτή, ὁ χριστιανός διευκολύνεται στήν προσωπική του κοινωνία μέ τόν Θεό καί μαθαίνει τήν χριστιανική διδασκαλία. Ἀνέκαθεν δέ οἱ πιστοί ἐξέφραζαν τήν εὐλάβειά τους πρός τίς ἅγιες εἰκόνες προσκυνοῦντες τό εἰκονιζόμενο καί ὄχι τό ξύλο, τήν ὕλη ἤ τό χρῶμα. Ὡς εἶναι γνωστόν, ἡ τιμή πρός τήν εἰκόνα «ἐπί τό πρόσωπον διαβαίνει καί ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν». Ἔπειτα, μή λησμονοῦμε, ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ εἰκόνα καί ἄλλο ἕνας ζωγραφικός πίνακας
Κυρίως ἡ σωστή εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στηρίζεται σέ ὅσα ἔγραψαν οἱ Εὐαγγελιστές γιά τό μεγάλο αὐτό γεγονός τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο γιά τήν σωτηρία μας.
Ἔτσι κεντρικό πρόσωπο τῆς εἰκόνας εἶναι ὁ Νεογέννητος Χριστός. Τό Θεῖο Βρέφος, ξαπλωμένο στή πτωχική φάτνη καί τυλιγμένο μέ λευκά σπάργανα. Αὐτά θυμίζουν τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ, τό σάβανο καί τίς νεκρικές ταινίες. Ἔπειτα μέ τό ἅγιο πάθος Του, τήν Σταύρωση καί μέ τόν θάνατό Του ὁ Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί τόν διάβολο.
Τό σπήλαιο ἔπειτα εἶναι λιτό, συνήθως σκοτεινό πού τό σκοτάδι αὐτό θέλει νά δηλώσει ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα μέχρι τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας. Μέσα ὅμως στό σκοτάδι αὐτό τοῦ σπηλαίου λάμπει ὁ «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης», ὁ Χριστός, πού ἔρχεται νά φωτίσει μέ τήν ἀλήθεια τήν οἰκουμένη.
Στή φάτνη, ἀκόμη, ἡ παρουσία δύο ζώων (συνήθως ἕνα βόδι καί ἕνα γαϊδουράκι) βασίζεται στήν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραήλ δέ ἐμέ οὐκ ἔγνω καί ὁ λαός μέ οὐ συνήκεν». Ἐδῶ παρατηροῦμε καί τήν συμμετοχή τῆς ἄλογης κτίσης.
Μή ἔχοντας βρεῖ θέση ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί τίς πολύβουες πολιτεῖες γιατί δέν τόν δέχθηκαν, ὁ Χριστός καταδέχεται, ταπεινά, ἁπλά κενωτικά, νά βρεῖ θέση κοντά στά ἄλογα ζῶα, μέσα στή φάτνη.
Δίπλα στό Θεῖο Βρέφος εἶναι ἡ Μητέρα Του, ἡ Θεοτόκος, ἡ Παναγία. Εἶναι συνήθως ξαπλωμένη ἤ γονατιστή. Ἀποτελεῖ τό δεύτερο βασικό πρόσωπο τῆς Εἰκόνας. Εἶναι ντυμένη στά κόκκινα γιατί τό κόκκινο συμβολίζει ὅτι εἶχε τόν Θεό μέσα της καί ἀκόμη ἡ Παναγία ἐκφράζει καί τήν συμμετοχή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας εἶναι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος εἶναι σκεπτικός, γιατί δέν μπορεῖ νά καταλάβει πῶς ἔγινε αὐτό τό θαῦμα. Μπροστά του ἕνας ἄσχημος ἡλικιωμένος ἄνθρωπος πού συμβολίζει τόν Πειρασμό, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά σπείρει ἀμφιβολίες στήν ψυχή τοῦ Ἰωσήφ σχετικά μέ τήν καθαρότητα τῆς Παναγίας, νά σπείρει ἀπιστία στό μέγα Μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου, πού συντελέσθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Παρθένου Μαρίας. Σχεδόν πάντα ὁ Ἰωσήφ βρίσκεται χωριστά ἀπό τήν Παναγία καί τό Θεῖο Βρέφος γιατί δέν εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Βρέφους, ἀλλά ἁπλά ὁ προστάτης Του κατά τό θεῖο θέλημα .
Στό ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας, εἰκονίζεται ὁ χορός τῶν Ἀγγέλων. Οἱ Ἄγγελοι δέν σκεπάζουν τό πρόσωπό τους μπροστά στό Θεό, ἀλλά ἔκπληκτοι καί μέ ἀνέκφραστη χαρά κοιτοῦν τό Νήπιον. Ἀκοῦμε καί στούς Χαιρετισμούς: «Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων κατεπλάγη τό Μέγα τῆς Σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον». Οἱ Ἄγγελοι ἀνέρχονται στόν οὐρανό καί κατεβαίνουν στή γῆ καί ψάλλουν τόν ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ἕνας ἄγγελος ξεχωρίζει στά δεξιά καί πηγαίνει νά ἀναγγείλει τό χαρμόσυνο γεγονός στούς ποιμένες.
Οἱ ποιμένες συμβολίζουν τούς ἁπλοϊκούς, πτωχούς καί ὀλιγογράμματους ἀνθρώπους. Κοντά σ΄ αὐτούς καί οἱ σοφοί Μάγοι μέ τά Δῶρα τους, ποῦ συμβολίζουν τούς ἐπιστήμονες, τούς μορφωμένους ἀνθρώπους. Καί αὐτοί ταπεινώνονται μπροστά στόν νεογέννητο Χριστό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ Μάγοι δέν ἔχουν τήν ἴδια ἡλικία οὔτε εἶναι ἀπό τήν ἴδια φυλή, ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός καλεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους κοντά του, κάθε ἡλικία καὶ κάθε φυλή.
Ὁδηγό τους οἱ Μάγοι ἔχουν τό ἀστέρι, τό ὁποῖο συνήθως ἔχει τρεῖς ἀκτῖνες πού καταλήγουν στό θεῖο Βρέφος καί δηλώνει τήν συμμετοχή καί τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία καί ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στό χαμένο Παράδεισο μέ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Γι΄ αὐτό καί ὁ Χριστός εἶναι ὁ «νέος Ἀδάμ» καί ἡ Παναγία ἡ «νέα Εὔα».
Συχνά, ἐπιπρόσθετα, καί ἐκ δυτικῆς ἐπιδράσεως, στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας εἰκονίζεται καί τό πρῶτο λουτρό τοῦ Νηπίου, γεγονός πού δείχνει ὁ Ἰησοῦς ἐκτός ἀπό Θεός ἦταν καί ἄνθρωπος τέλειος. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος
Συνεπῶς, ἡ ἴδια Εἰκόνα, μᾶς ἀφηγεῖται τό ἰδιαίτερο γεγονός τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ εἰκόνα, εἰδικά, μαρτυρεῖ τήν ἐγγύτητα Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ἐπιβεβαιώνει τό βασικότατο γεγονός, πώς ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά νά θεωθοῦμε ἐμεῖς, τά πλάσματά Του.
Ἄς προσκυνοῦμε, λοιπόν, μέ εὐλάβεια καί πιστή τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἄς προσευχώμεθα νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μέσα μας, στή φάτνη τῆς ψυχῆς μας .
-Μας μιλήσατε για την βυζαντινή υμνολογία και την εικόνα της Γέννησης. Ωστόσο έχουμε αναφορές για τα Χριστούγεννα και στη λογοτεχνία, ποίηση, καλές τέχνες. Τί έχετε να μας πείτε γι’ αυτή τη διάσταση;
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι τά Χριστούγεννα εἶναι μεγάλη ἑορτή γιά ὁλόκληρο τόν Χριστιανικό κόσμο στήν οἰκουμένη καί ὄχι μόνο τίς ἡμέρες μας, ἀλλά αἰῶνες τώρα. Εἶναι ἡ ἑορτή τῆς εἰρήνης,τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδος. Τήν ζοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι στή λογοτεχνία, τήν ποίηση, τήν ζωγραφική, τήν μουσική καί τίς ἄλλες τέχνες ὑπάρχει ἀναφορά γιά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε μερικές τέτοιες ὡραῖες ἀναφορές ἀπό λογίους ἀνθρώπους, καλλιτέχνες, ζωγράφους καί συνθέτες, πού ἔχουν ἔμπνευση τά Χριστούγεννα. Ὅλως ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τά παρακάτω ἀπό τήν παλαιότερη γενεά.
Ἀπό τόν χῶρο τῆς λογοτεχνίας ἀναφέρουμε, πρῶτον, τόν «ἅγιο τῶν γραμμάτων», τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά μέ τήν γραφίδα του ἀποτυπώνει στά γραπτά του ὅλη τήν ἁγνή καί ἁπλοϊκή θρησκευτικότητα τῶν κατοίκων κυρίως τῆς νήσου Σκιάθου, περιγράφοντας χριστουγεννιάτικες θεῖες λειτουργίες καί ἄλλα ἤθη καί ἔθιμα πρό παντός σέ ἐξωκκλήσια. Τό πιό ἀξιόλογο χριστουγεννιάτικο διήγημα εἶναι «Στό Χριστό στό κάστρο». Ἐπίσης ἀναφέρουμε τό διήγημα τοῦ Κώστα Κρυστάλλη «Προπέρσινα Χριτούγεννα», πού ἔχει σχέση μέ τήν τουρκική σκλαβιά στήν Ἤπειρο, στά τέλη τοῦ 19ου αἰ., καί στόν εὐεργετικό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη τό Κείμενο «Οἱ Τρεῖς Ἄγγελοι» τοῦ Παύλου Νιρβάνα, ἀκόμη θυμᾶμαι «Τά Χριστουγεννιάτικα τσαρούχια» τοῦ Γ. Ἀθάνα καί ἄλλων, ὅπως τοῦ Γρ. Ξενόπουλου, τοῦ Φ. Κόντογλου. Ἀλλά καί πολλοί ξένοι διηγηματογράφοι ἔγραψαν σπουδαία ἔργα γιά τά Χριστούγεννα, μέ κορυφαῖο τήν «Χριστουγεννιάτικη Ἱστορία» τοῦ Ch. Dickens.
Ποιήματα ὑπέροχα γιά τά Χριστούγεννα εἶναι: τοῦ Κ. Παλαμᾶ, «Χριστούγεννα», τοῦ Γ. Δροσίνη, «Νύχτα Χριστουγεννιάτικη», τοῦ Γ. Βερίτη, «Ζητῶντας τό φῶς», τοῦ Ἐλ. Μαΐνα, «Χριστούγεννα» κἄ.
Ἀπό τόν χῶρο τῆς ζωγραφικῆς ἀναφέρουμε τά ἔργα: τοῦ Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (El Greco), «Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νικηφόρου Λύτρα, «Τά κάλαντα», τοῦ Γ. Ἰακωβίδη, ἡ ἐλαιογραφία, «Ἡ παιδική συναυλία», τοῦ Κων/νου Παρθένη, «Γέννηση», τοῦ Κων. Ἀρτέμη, «Ἡ Γέννησις τοῦ Κυρίου».
Ὅπως ἐπίσης ὡραιότατοι ζωγραφικοί πίνακες εἶναι «Ἡ Γέννηση», τοῦ Τζόττο, τοῦ Rembrandt, «Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων», τοῦ H. Oehmichen «Χριστουγεννιάτικα δῶρα», τοῦ H. Forber «Παραμονή Χριστουγέννων», τοῦ Alb. Chevallier «Τό Χριστουγεννιάτικο δένδρο» κἄ.
Καί τέλος, οἱ μουσικές συνθέσεις εἶναι πάρα πολλές σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο καί ἰδίᾳ τά περίφημα ὁρατόρια. Κορυφαῖο εἶναι τό πασίγνωστο ἆσμα «Ἅγια Νύκτα» (Stille Nacht), πού μελοποιήθηκε τό 1818 καί συνθέτες του εἶναι οἱ Αὐστριακοί Fr. Gruber καί Jor. Mohr καί παρουσιάστηκε γιά πρώτη φορά στό μικρό χωριό τῆς Αὐστρίας Oberndord.
Ὅλοι αὐτοί οἱ παλαιότεροι καί ἄλλοι βέβαια, οἱ σύγχρονοι καλλιτέχνες, ἐμπνέονται ἀπό τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων καί μέ τά δημιουργήματά τους δίνουν μία ὁμολογία πίστεως.
-Μετά απ’ όλα αυτά που μας είπατε υπάρχει ένα τελευταίο θα έλεγα πρακτικό ερώτημα. Πώς εμείς θα γιορτάσουμε;
Τά Χριστούγεννα, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων τῶν χριστιανῶν στήν Οἰκουμένη μέ τό κεντρικό μήνυμα, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦλθε στή γῆ, σαρκώθηκε, ἐνηνθρώπησε, γεννήθηκε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ἐνώπιόν μας δηλαδή εἶναι ἕνα θεῖο καί ἱερό Μυστήριο, πού «οὐ φέρει ἔρευνα» ἀλλά «πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν». Θά ἑορτάσουμε, συνεπῶς, χριστιανικά γιά νά ἔχουμε «ἑορτή ἀνέορτη».
Πρῶτον, εἶναι ἀνάγκη νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες. Αὐτό θά γίνει μέ τήν προέλευσή μας στό ἱερό Μυστήριο τῆς Μετάνοιας καί Ἐξομολόγησης. Ἡ θεία Χάρη πρέπει νά μᾶς ἐπισκιάσει. Ἄς ἀναφέρουμε, ἐν προκειμένῳ, ἕνα πολύ ὡραῖο διδακτικό περιστατικό ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση. Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, θέλησε κάποτε νά συνδυάσει τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων μέ μία ἐπίσκεψή του στή Βηθλεέμ, γιά νά διέλθει τήν ἅγια νύκτα μέσα στό σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ, λοιπόν, προσευχόταν ὅλη τήν νύκτα. Καί ἐνῶ βρισκόταν σέ μεταρσίωση ἡ ψυχή του τοῦ φάνηκε σάν νά ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέγει: Ἱερώνυμε, ποιό δῶρο θά μοῦ προσφέρεις στήν ἑορτή τῆς γεννήσεώς μου; Ἀντελήφθηκε τότε ὅτι τοῦ μιλοῦσε τό θεῖο Βρέφος, τό γεννηθέν στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί ἀπάντησε: Κύριε, γνωρίζεις ὅτι δέν κράτησα τίποτα γιά τόν ἑαυτό μου˙ ὅλα τά ἔθεσα στήν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης Σου. Καί αὐτήν τήν ζωήν μου τήν διέθεσα στήν ὑπηρεσία τοῦ Εὐαγγελίου σου δέν ἔχω ἄλλο δῶρο καί αὐτή ἡ ψυχή μου σοῦ ἀνήκει. Ἀλλά καί πάλιν ἠκούσθη ἡ φωνή νά λέγει: Ἱερώνυμε, ἔχεις κάτι δικό σου. Δός μου τίς ἁμαρτίες σου αὐτό τό δῶρο σοῦ ζητῶ. Ἐξεπλάγη ὁ Ἱερώνυμος γιά τήν ἀπροσδόκητη αὐτή κλήση τοῦ θείου Βρέφους καί μέ ἔκπληξη ἀναφωνεῖ: Τίς ἁμαρτίες μου ζητεῖς Σύ ὁ Ἅγιος τῶν Ἁγίων; Καί ἐπακολούθησε ἡ τελική ἀπάντηση: Θέλω τίς ἁμαρτίες σου, γιά νά τίς συγχωρήσω. Τότε ἡ συγκίνηση κορυφώθηκε καί ὁ Ἱερώνυμος μέ πλήρη κατάνυξη καί ἱερότατο δέος συνέχισε τό ὑπόλοιπο τῆς νύκτας ἐκείνης τῶν Χριστουγέννων.
Δεύτερον, νά ἐκκλησιαστοῦμε ἀνήμερα τά Χριστούγεννα νωρίς στό Ναό. Νά ἀκούσουμε μέ τίς ὀρθρινές «Χριστουγεννιάτικες» καμπάνες, τό ὑπέροχο τροπάριο «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…» καί τόν θαυμάσιο Κανόνα «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε…».
Τρίτον, ὀφείλουμε, ἐάν θέλουμε νά ἑορτάσουμε ἀληθινά, νά προσέλθουμε στούς ἱερούς ναούς μας καί νά μεταλάβουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Νά κοινωνήσουμε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Νά λάβουμε τόν Γεννηθέντα Χριστό μέσα μας. Νά καταστοῦμε «συνδαιτημόνες» στήν θεία Τράπεζα πού παραθέτει γιά μᾶς ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτός εἶναι ὁ ἁγιασμός μας, ἡ ζωή μας ἐν Χριστῷ. Αὐτό τελικά εἶναι Χριστούγεννα. Γέννηση Χριστοῦ μέσα στό εἶναι μας, στή φάτνη τῆς ψυχῆς μας.
Ἒπειτα, νά εἴμαστε σ’ αὐτές τίς Χριστουγεννιάτικες ἡμέρες περισσότερον φιλάνθρωποι καί ἐλεήμονες. Νά συγχωρήσουμε τούς οἰκείους μας, τούς συγγενεῖς, τούς γείτονες, τόν πλησίον μας. Καί ἀκόμη νά κάμνουμε κάποια φιλανθρωπία. Νά ποῦμε φθάνει ἡ πλεονεξία καί ὁ ἀτομισμός. Περισσότερον ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας στόν συνάνθρωπο. Ἀκόμη θά πρότεινα, ὅτι θά μποροῦσε στό τραπέζι μας αὐτές τίς γορτινές ἡμέρες νά προσκαλέσουμε μέ πολλή διακριτικότητα καί εὐγένεια ἕνα μοναχικό συνάνθρωπο, ἕνα ὀρφανό παιδί, ἕνα ἀπόμαχο τῆς ζωῆς, ἕνα πτωχό, νά πραγματοποιήσουμε μία ἐπίσκεψη ἀγάπης σέ ἡλικιωμένους ἀλλά καί σέ πονεμένους συνανθρώπους μας. Τέλος, νά προσευχηθοῦμε κάπως περισσότερο.
Εἰλικρινά, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι δέν θέλουμε νά ζοῦμε ὡς «πρό Χριστοῦ», ἀλλά «μετά Χριστόν».
Χριστούγεννα μέ τόν Χριστό, πού φέρει τήν εἰρήνη, τήν ἀγάπη, τήν χαρά στήν ἀνθρωπότητα. Εὔχομαι ἔτσι μέσα ἀπό τήν ψυχή μου, εὐλογημένα Χριστούγεννα, χριστιανικά.