Σε συνέχεια των μηνιαίων συνεντεύξεων που παραχωρεί ο Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄ στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Arxon.gr, έχουμε την τιμή σήμερα, να παρουσιάσουμε συνέντευξή του με θέμα “Εκκλησία και νόμοι του Κράτους.
Ο Μητροπολίτης κάνει λόγο για ποικίλα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία μας σήμερα, όπως ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, τους νόμους και τα διατάγματα του κράτους που έρχονται σε αντίθεση με την Ορθόδοξη διδασκαλία, τις αμβλώσεις, τις κωδωνοκρουσίες, την βλασφημία, την καύση των νεκρών, αλλά και το άβατο του Αγίου Όρους από τις γυναίκες.
– Η πρώτη βασική ερώτησή μας αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους. Πώς καθορίζονται; Πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός τους;
Πρωταρχικά εἶναι ἀνάγκη, ὅταν μιλᾶμε γι’ αὐτές τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους νά γνωρίζουμε κυρίως τί εἶναι Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας οἱοσδήποτε κοσμικοῦ τύπου ὀργανισμός, ὁ ὁποῖος ἀλλάζει κατά διάφορα χρονικά διαστήματα. Δέν εἶναι ἕνα σωματεῖο ἤ μία ΜΚΟ, ἕνας ἁπλῶς ἀνθρώπινος ὀργανισμός ἰδιωτικοῦ δικαίου.
Γι’ αὐτό καί οἱ φράσεις πού ἀκοῦμε «ὡρίμασε ἡ κοινωνία» ἤ «εἶναι καιρός τώρα νά γίνει χωρισμός» τυγχάνουν μικροῦ βεληνεκοῦς φράσεις. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐφεύρημα τωρινό, ὑπάρχει ἐδῶ καί αἰῶνες καί μάλιστα πρίν τήν δημιουργία καί συγκρότηση τοῦ κράτους. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἱερό καθίδρυμα τό ὁποῖο συνεστήθη ὑπό τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ μέ ἀποκλειστικό σκοπό τήν σωτηρία καί τόν ἁγιασμό, τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία δέν περικλείεται στά βλεπόμενα, γήϊνα καί κοσμικά. Εἶναι ἡ «ἐσχατολογική κοινωνία τῶν πιστῶν», ἡ «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Κεφαλή δέ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας». Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία διαφέρει τοῦ κράτους καί ἔχει ἰδία «ὑπόσταση» καί στηρίζεται στό Ἱερό Εὐαγγέλιο πού εἶναι ἡ θεία διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ σχέσεις, λοιπόν, Ἐκκλησίας καί Κράτους, δέν εἶναι ἕνα ἁπλό θέμα, ἕνα νομικό κατασκεύασμα, μία κυβερνητική ἀπόφαση. Τό ζήτημα θέλει πολύ προσοχή καί εἶναι μείζονος σημασίας. Κατ’ ἀκολουθίαν, θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τό θέμα ἑνός χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους, τὸ ὁποῖο ἔρχεται καὶ κατά διάφορα χρονικά διαστήματα στὸ προσκήνιο, ὡς μὴ ὤφελε, δὲν εἶναι ἐπάναγκες νὰ συνδεθεῖ καί μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος, ὅποτε γίνει αὐτὴ. Ἡ μὲν ἀναθεώρηση εὐκταία, ὁ δὲ χωρισμὸς τί νόημα ἔχει καὶ κυρίως τί σημαίνει καὶ εἰς τί ἀποσκοπεῖ; Θέματα ἀναθεώρησης ὑφίστανται, ὅπως, τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, τὰ τῶν βουλευτῶν καὶ ὑπουργῶν ζητήματα, τὰ περὶ τῶν ἰδιωτικῶν πανεπιστημίων, τὰ σχετικὰ ζητήματα μὲ τοὺς δικαστικοὺς λειτουργοὺς καὶ τόσα ἄλλα. Τὸ θέμα ὅμως τοῦ διαχωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους εἰς τί θὰ ὠφελήσει καὶ ποῖον;
Ἰδιαίτερα, στοὺς δύσκολους καιρούς μας γιὰ τὸν ἑλληνισμό, μὲ ἀνοικτὰ ποικίλα μέτωπα, τὰ ὁποῖα συνδέονται μὲ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Χώρας, συγχρόνως δὲ, μὲ τὴν ὅλη πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ κρίση, τὸ νὰ τίθεται θέμα χωρισμοῦ τῶν δύο μεγίστων αὐτῶν μεγεθῶν τῆς ὑπόστασης τοῦ ἔθνους, τὸ λιγότερο, φανερώνει ἰδεολογικὴ ἀγκύλωση, ἀχαριστία καὶ σοβαρότατο ἔλλειμμα γνώσεων.
Τὴν ὥρα, ὅπου ἄλλοι λαοί, κυρίως στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, ὁμολογοῦν τὸ λάθος τους ἀπὸ τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀναζητοῦν συνεργασία καὶ διάλογο καὶ σύσφιξη τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Κράτους γιὰ τὴν συνοχὴ τῶν κοινωνιῶν τους, ἐμεῖς, μὲ τὴν τόση παράδοση, τὸν νομικὸ πολιτισμὸ καὶ τὸ ἐθιμικό μας δίκαιο, νὰ θέτουμε σὲ ἀμφισβήτηση τὴν συναλληλία καὶ τοὺς διακριτοὺς ρόλους, ὅπως ἄριστα εἶναι διατυπωμένα στὸ Σύνταγμα, δὲν εἶναι τῆς σωφροσύνης γέννημα, ἀλλὰ οὔτε πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ ἑλληνισμοῦ γενικότερα.
Ἔπειτα πρὸς τί ὁ χωρισμός; Σὲ τί συνίσταται; Ὅσοι τὸ διατυμπανίζουν αὐτό καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουν γνωρίζουν περὶ τίνος πρόκειται; Ἐὰν νοεῖται χωρισμὸς γιὰ θέματα ὅπως π.χ. ἡ ὁρκοδοσία, ὁ πολιτικὸς γάμος, ἡ πολιτικὴ κηδεία, ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν, ζητήματα εἰδικότερα οἰκογενειακοῦ δικαίου, ἐκπαίδευσης κ.ἄ. ἤδη, οἱ διακριτοὶ ρόλοι ὑφίστανται καὶ σχετικὰ νομοθετήματα ἔχουν ὑπάρξει γιά αὐτά τά θέματα.
Βέβαια, πολλοὶ νόμοι καὶ τροποποιήσεις εἰσῆλθον στὸ νομικὸ καθεστὼς τῆς χώρας, χωρὶς οὐδόλως νὰ ληφθεῖ ὑπ᾿ ὄψιν καὶ ἡ γνώμη ἔστω τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι ὅ,τι νομοθετεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ν᾿ ἀγνοεῖται παντελῶς καὶ νὰ θεωρεῖται ὡς τι τὸ δευτερεῦον στὴν ἐλληνικὴ κοινωνία, τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀείποτε ὑπῆρχε, στήριξε τὸ ἔθνος, δεινοπάθησε γιὰ τὴν ὑπόστασή του, ἔδωσε τόσο αἷμα μέ τούς μάρτυρες καὶ βέβαια τὸ κράτος ἦλθε κατόπιν στὸ ἱστορικῶς γίγνεσθαι.
Μὴ λησμονοῦμε, συνάμα, ὅτι στήν πραγματικότητα, ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων εἶναι ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ θέλει καὶ ἐπιζητεῖ ἀλλὰ καὶ καταφεύγει στὴ θαλπωρή της. Στὸ βάθος τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς κρύπτεται ἡ «ζύμη» τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐπιδιωκόμενη ἀλλοίωση, μετατροπὴ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους σὲ ἄθεο ἢ ἄθρησκο ἢ οὐδέτερο ἢ état laïque ἢ ἄλλο τι, δὲν τυγχάνει τῆς ἰδιοσυγκρασίας τοῦ Ἕλληνα.
Εἰδικότερα, τό προοίμιον τοῦ Συντάγματος εἶναι τίτλος τιμῆς γιά τό ἔθνος μας. Ἐμεῖς σεβόμαστε τιμᾶμε τήν ἱστορία μας. Καί τοῦτο, γιατί ἔχουμε ἱστορία πολιτισμοῦ πού στηρίζεται στόν κλασικό Ἑλληνισμό καί στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία.
Τό ἄρθρο 3, ἐν προκειμένῳ, πού ὁριοθετεῖ τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους, θεωροῦμε ὅτι πρέπει νά παραμείνει ὡς καλῶς ἔχει, ἐπακριβῶς. Ὁ ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» χρειάζεται ὁπωσδήποτε, νά παραμείνει, εἰδικά τώρα, μέ τίς ποικίλες προκλήσεις τῆς παγκοσμιοποίησης καί τοῦ συγκρητισμοῦ.
Τό ἴδιο ἰσχύει, δηλαδή νά παραμείνουν ὅσα γράφονται γιά τούς Ἱ. Κανόνες, τόν Καταστατικό Χάρτη, τόν Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 καί τήν Συνοδική Πράξη τοῦ 1928. Νά παραμείνει στή θέση του τό ἄρθρο 3 καί ὡς ἔχει. Εἶναι ἄριστα διατυπωμένο.
Ὅσον ἀφορᾶ αὐτό πού διατυπώνεται κατά καιρούς περί «θρησκευτικῆς οὐδετερότητας», ἡ ἀναφορά αὐτή, προϊόν νεο – ορθολογισμοῦ παρέλκει, διότι ἤδη ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης στό ἄρθρο 13, στό ὁποῖο ὅλα καλῶς περιέχονται, ἤτοι, καί ἡ θρησκευτική ἐλευθερία καί ἡ ἀνεξιθρησκεία.
– Υπάρχει μία σειρά θεμάτων που το Κράτος έχει νομοθετήσει και ήδη εφαρμόζει στη πράξη πλέον, νόμους και διατάγματα πού είναι αντίθετα με την θέση της Εκκλησίας. Ισχύει αυτό; Ποια η θέση της Εκκλησίας;
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινος ὀργανισμός καί ἐνῶ δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ὡστόσο βρίσκεται καί δρᾶ στόν κόσμο. Διακρίνεται ἀλλά δέν χωρίζεται ἀπό τόν κόσμο. Ἔχει βέβαια ἄλλη ἀποστολή ἀπό τό κράτος, ἀλλά ἔχει λόγο γιά τόν ἄνθρωπο πού εἶναι καί πολίτης τοῦ κράτους. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἡ σύναξη τῶν πιστῶν χριστιανῶν ἄλλωστε εἶναι ὡς «φῶς» καί ὡς «ἅλας» μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία πού ἔχει προορισμό νά προφυλάσσει ἀπό τό κακό καί νά φωτίζει μέ τό φωτεινό παράδειγμα. Ἡ παρουσία, ἡ ἐπέμβαση τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο καί στήν ἱστορία εἶναι μεταμορφωτική καί ἀνακαινιστική. Περαιτέρω ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν δογματική της διδασκαλία, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση, στούς Ὅρους τῶν Ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ὡς καί στούς Ἱερούς Κανόνες. Τό κράτος ἀπό τό ἄλλο μέρος, στηρίζεται στό νόμο, στήν θέσπιση διαφόρων ἀναγκαίων ρυθμίσεων πού ἀφοροῦν τήν κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων καί οἱ νόμοι ἔχουν τό γνώρισμα τῆς δυνατότητος ἐπιβολῆς τους διά τοῦ καταναγκασμοῦ.
Ὁ ρόλος βέβαια τῶν δύο αὐτῶν κορυφαίων μεγεθῶν ἀσφαλῶς καί εἶναι διακριτός. Ὑφίστανται ὡρισμένες κοινές συνιστῶσες ἀλλά καί ἀποκλίσεις. Ὑπάρχει ἡ συνεργασία ἀλλά καί οἱ δυσχέρειες καί ἀντιθέσεις. Στή σχέση αὐτή ἀναφύονται πολλά προβλήματα καί κάθε φορά ὑφίσταται τό ζήτημα τῆς ἀλληλεπίδρασης καί τῆς προτεραιότητας καί τῆς ἀξίας πού ἀποδίδουμε στόν ἄνθρωπο. Στό βάθος δηλαδή κρίνεται ἡ ὅλη κοσμοθεωρία μας. Θέλουμε νά εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἤ ὄχι; Θέλουμε τήν Ἐκκλησία νά μᾶς καθοδηγεῖ στή σώζουσα ἀλήθεια ἤ ὄχι; Θἄμαστε μέ τό Θεό καί θά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του ἤ ὄχι; Τί εἴδους κοινωνία θέλουμε; Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται καί τίς ἐπιλογές μας.
Ἄς δοῦμε, λοιπόν, μερικά ζητήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλη ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλη τοῦ κράτους. Καί ἰδού:
Τό θέμα τῆς μοιχείας. Γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα. Πρόκειται δηλ. γιά τήν γενετήσια σχέση τοῦ ἑνός ἀπό τούς συζύγους μέ κάποιο τρίτο πρόσωπο. Εἶναι σαφεστάτη θεία ἐντολή. «Οὐ μοιχεύσεις». Γιά τό κράτος μέχρι τό 1982 ἦταν ἀξιόποινη πράξη. Ὅμως ἀποποινικοποιήθηκε μέ τόν Ν. 1272/1982. Γιά τήν Ἐκκλησία ἐννοεῖται ὅτι παραμένει βαρύτατο ἁμάρτημα. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐν προκειμένῳ γράφει: «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσιν καί ἡ κοίτη ἀμίαντος, πόρνους γάρ καί μοιχούς κρινεῖ (=καταδικάσει) ὁ Θεός».
Ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία κρατᾶ τήν Κυριακή ἀργία, διότι θεωρεῖ ὅτι ἡ ἡμέρα αὐτή, ἡ Κυριακή, εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς γιά τήν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἀλλοίωση τοῦ θρησκευτικοῦ ἤθους τῶν Ἑλλήνων καί καταστρατήγηση θείας ἐντολῆς. Ἀναφέρεται στή Γένεση: «Καί κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» ἀλλά καί τό χωρίον: «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾶ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου˙ τῇ δέ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου». Τήν θέση τοῦ Σαββάτου, ὡς γνωστόν, ἔχει λάβει στόν χριστιανισμό, ἡ Κυριακή, ἡ ὁποία μάλιστα καί ἀποκαλεῖται στή Καινή Διαθήκη «ἡ μία τῶν σαββάτων». Εἰδικότερα καί νομοθετικά μετά τό 313 μ.Χ. μέ τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ἡ Κυριακή κατέστη ἡμέρα λατρείας τοῦ Θεοῦ καί ἀργίας. Βέβαια τό ζήτημα κάθε φορά εἶναι πῶς θεωροῦμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Εἶναι μόνον ἀργία γιά λόγους ἀναπαύσεως τοῦ ἐργαζομένου ἤ καί γιά ἄλλους λόγους; Πάντως, ὁ ἐθνικός νομοθέτης δέν μπορεῖ ν’ ἀγνοήσει καί νά μή σεβαστεῖ τήν συντριπτική πλειοψηφία τοῦ λαοῦ πού ἀνήκει στήν κατ’ Ἀνατολάς Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καί θέλει τήν Κυριακή, ὡς ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
Ἄλλο ἐξόχως σπουδαῖο θέμα εἶναι ἡ διαμόρφωση κατά καιρούς τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου. Δηλ. τά θέματα πού σχετίζονται μέ τόν γάμο, τήν στήριξη, ἤ τήν διάλυσή του μέ τό διαζύγιο, τήν ὅλη διαμόρφωση τῶν σχέσεων τῶν συζύγων, τῶν τέκνων, τόν θεσμό τῆς οἰκογένειας. Τό σπουδαῖο ζήτημα εἶναι αὐτό τῆς καθιέρωσης τοῦ πολιτικοῦ γάμου μέ τόν Ν. 1250/1982, ὡς ἰσόκυρου μέ τόν θρησκευτικό γάμο. Εὐτυχῶς, πού σταμάτησε ἐκεῖ καί δέν προχώρησε ὁ νομοθέτης στή καθιέρωση ὡς ὑποχρεωτικοῦ τοῦ πολιτικοῦ γάμου, ὡς ἤθελαν μερικοί ἐκ τῶν νομοθετῶν.
Ἐπιπρόσθετα μέ τόν Ν. 3719/2008 καθιερώθηκε καί τό σύμφωνο συμβίωσης σέ ἑτερόφυλα ζευγάρια. Ἀργότερα ὁ Ν. 4356/2015 ἐπεξέτεινε τό σύμφωνο συμβίωσης καί ὑπέρ τῶν ὁμόφυλων ζευγαριῶν καί ὁ Ν. 4538/2018 ἔδωκε καί τό δικαίωμα ἀναδοχῆς καί υἱοθεσίας. Ἀλλά πρόσφατα μέ τόν Ν. 5089/2024 ἔχουμε καί τήν δεινή κατάσταση τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ πολιτικοῦ γάμου μεταξύ τῶν ὁμοφυλοφίλων μέ ὅποιες ἄλλες συνέπειες νομικῆς φύσεως, εἰδικότερα μέ τήν τεκνοθεσία.
Γιά τήν Ἐκκλησία, ὅμως, ὁ γάμος δέν εἶναι μία ἁπλή δικαιοπραξία. Εἶναι ἱερό Μυστήριο, ὅπως ἀπορρέει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν σοφή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅλη ἡ θεολογία τοῦ γάμου ἀποδεικνύεται μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου, στά τελούμενα καί τίς εὐχές. Σ’ αὐτό, τό Μυστήριο ἡ ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός ἱερολογεῖται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Ἔτσι ἔχουμε καί τό ἱερό θεσμό τῆς οἰκογενείας. Πατέρας, μητέρα, τέκνα.
– Συχνά γίνεται λόγος, ότι δεν πρέπει η Εκκλησία να εκφέρει άποψη ή οι κληρικοί δεν πρέπει να κηρύττουν λόγια που είναι κατά ενός άλλου προσώπου ή της συμπεριφοράς του και ο λόγος ή το κήρυγμα χαρακτηρίζεται μερικές φορές ως μία «ρητορική μίσους». Τί λέτε σ’ αὐτό τό θέμα;
Εἶναι γεγονός ὅτι στή σημερινή πραγματικότητα ὑπάρχουν θέματα, τά ὁποῖα τυγχάνουν ὅλως ἀντίθετα μέ τήν χριστιανική διδασκαλία, ὅπως εἶναι τό ζήτημα τῆς μοιχείας, τῆς ἀμβλώσεως, τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς εὐθανασίας, τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, τῆς αὐτοχειρίας καί ἄλλα. Συγχρόνως ὑπάρχει καί ἡ κοσμική νομοθεσία, οἱ νόμοι τοῦ κράτους, οἱ ὁποῖοι ἄλλως διακελεύουν.
Τότε, τό κήρυγμα διατρέχει τόν κίνδυνο νά προκαλέσει τήν σύγκρουση μέ τόν νόμο καί νά φθάσουμε καί σ’ αὐτό τό ὁποῖο ἀποκαλεῖται σχηματικά «ρητορική μίσους». Τό ζήτημα εἶναι ὑπαρκτό καί λίαν ἐπίκαιρο. Καί φθάνει μέχρι καί σέ μηνύσεις.
Θεωροῦμε, λοιπόν ἐν προκειμένῳ, ὅτι σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις τόσο ἡ ποινική δίωξη ὅσο καί ἡ δικαστική ἕδρα, θά πρέπει νά τυγχάνουν λίαν ἐφεκτικές καί καθ’ ὅλα προσεκτικές, ὡς πρός τήν σχετική ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ ζητήματος, τό ὁποῖο ἤθελε προκύψει. Οὔτε νά ὑπάρξει ἀσφαλῶς καί σύγκρουση καθηκόντων, ἀπ’ ὅλες βέβαια τίς πλευρές. Θά κηρύττεται ἐπακριβῶς καί ἐλευθέρως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μετ’ εὐπρεπείας καί σοβαρότητος καί φυσικά ἄνευ ὑβριστικῶν ἤ προσβλητικῶν ἤ καί χαρμεπῶν ἐκφράσεων, ἀλλά καί θά λειτουργεῖ μετά πολλῆς διακρίσεως τῶν ὁρίων τῆς ἐκφορᾶς τοῦ λόγου καί ἡ δικαστική ἐξουσία. Συγκεκριμένα, ὁ Ν. 927/1979 ὡς αὐτός ἐτροποποιήθη μέ τόν Ν. 4285/2014 καί δή τό ἄρθρο 1 χρήζει στήν ἐφαρμογή του πολλή μελέτη καί δικαστική βάσανο καί ἀείποτε, μέ τήν ἀναγκαία ἀξιολόγηση τῆς συγκεκριμένης περιπτώσεως τῆς ἐνεργείας τοῦ ὑπαιτίου, ὥστε νά ὑφίσταται ἡ περαιτέρω ὑπαγωγή στόν κανόνα δικαίου καί νά προκύπτει ἡ ἀντικειμενική ὑπόσταση τοῦ ἀδικήματος.
Ὡς εἶναι γνωστόν, κατά παγία νομολογία, φιλοσοφικές, ἤ ἰδεολογικές ἀπόψεις, ἤ συμβουλές ἤ εὐχές ἤ παραινέσεις καί γνῶμες, ὡς καί ἐπιστημονικές κρίσεις, ὅταν βέβαια δέν συντρέχουν καί ἄλλα στοιχεῖα ἀδίκου πράξεως, δέν ἐμπεριέχουν τό στοιχεῖο τοῦ ἀξιοποίνου. Ἴσως κινοῦνται, τέτοιες ἐκφράσεις λόγου ἤ αὐτοσχεδιασμοί ἤ λεκτικές ὑπερβολές, στά ὅρια τῆς ποινικῆς δίωξης. Σημειώνεται, ἐν προκειμένῳ, ὅτι ἡ Ὁλομέλεια τοῦ Ἀνωτάτου Ἀκυρωτικοῦ μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 3/2010 ἀπόφαση δέχθηκε ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ Ν.927/1979 πρέπει νά ἑρμηνεύονται συσταλτικά καί αὐστηρά ἐνόψει τῶν διατάξεων τῶν ἄρθρων 14 παρ.1 καί 16 παρ.1 τοῦ Συντάγματος καί τοῦ ἄρθρου 10 παρ.1 τῆς ΕΣΔΑ μέ τίς ὁποῖες κατοχυρώνεται «ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης, τῶν στοχασμῶν τοῦ ἀτόμου (προφορικά, γραπτά καί διά τοῦ τύπου) καί ἡ ἐλευθερία τῆς τέχνης, τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἔρευνας καί τῆς διδασκαλίας», πού ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας καί τῆς συμμετοχῆς στήν κοινωνική καί πολιτική ζωή τῆς Χώρας (ἄρθρο 5 παρ.1 τοῦ Συντάγματος). Συνεπῶς, «κηρυγματικῇ ἀδείᾳ», κατ’ ἀναλογίαν τῆς φράσεως «ποιητικῇ ἀδείᾳ», ἑρμηνευτικές ἀποδόσεις βιβλικῶν χωρίων ἤ σχήματα λόγου δέν δύνανται νά στοιχειοθετήσουν πρόκληση προσωπικῆς κατά τινος ἐχθροπάθειας ἤ διέγερσης βίας. Νομικῶς, ἐντάσσονται στήν ἐλευθερία ἔκφρασης κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 10 παρ.1 τῆς Σύμβασης Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου.
Κατ’ ἀκολουθίαν τῶν ἀνωτέρω, δέν ἀποτελεῖ «ρητορική μίσους», ἡ μετ’ εὐπρεπείας ὑπεράσπιση τῆς δογματικῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἤ ἡ κηρυγματική προβολή βιβλικῶν χωρίων ἤ ὅρων. Δέν ἀποτελεῖ ρητορική μίσους ἤ ἀντιρατσιστική ὁμιλία ἤ ἀναφορά ἑνός ἱεροκήρυκα σέ ἐπιστολές π.χ. τοῦ Ἀπ. Παύλου ὅπου ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος σέ σαρκικά ἁμαρτήματα ὅτι ὅσοι τά διαπράττουν αὐτά δέν κληρονομοῦν τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τοὐναντίον τυγχάνει θεμιτός ὁ αὐθεντικός χριστιανικός λόγος, ὁ ἑρμηνευτικός τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί γενικότερα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ ἐκ ἐκκλησιαστικοῦ καθήκοντος προβαλλόμενος καί ἐκφερόμενος ὑπό τινος κληρικοῦ καί μάλιστα Ἀρχιερέως. Ἴδιον μάλιστα καθῆκον τοῦ Ἀρχιερέως εἶναι καί ἐπί τῇ βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί αὐτοῦ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας νά διδάσκει καί νά κατηχεῖ τόν πιστόν λαόν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Δεῖ τόν Ἐπίσκοπον διδακτικόν εἶναι». Ὅπως δέ λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ἴδιον ἐπισκόπου ποιεῖν τε καί διδάσκειν» καί κατά τόν Ἱερόν Ἀμβρόσιον: «Episcopi proprium munus, docere populum». Ὁ δέ Ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, λέγει χαρακτηριστικά ὅτι: «Ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά διδάσκῃ τό ἑαυτοῦ ποίμνιον πάντοτε καί πανταχοῦ α) ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ β) κατ’ ἰδίαν καί γ) διά τοῦ πρεσβυτερίου κατ’ οἶκον, κατ’ οἰκογένειαν καί κατ’ ἄτομον… καί ἀκόμη ὀφείλει νά ἐλέγχῃ τούς ἀντιλέγοντας, ἐπιτιμᾷ τούς παρεκτρεπομένους τῆς ἀληθείας, ἐπιστομίζῃ τούς διαστρέφοντας τάς ὁδούς τοῦ Κυρίου τάς εὐθείας καί ἐπανορθοῖ διά παρακλήσεων, δεήσεων καί δακρύων τούς περιπεσόντας, ἐπισπᾶται τούς ἀπεγνωσμένους ἤ ἀμετανοήτους, καταπαύῃ τάς ταραχάς καί ἔριδας, ἐπιφέρῃ τήν εἰρήνην ἀπανταχοῦ καί διαλύῃ τάς ἔχθρας».
Συνεπῶς, ἀναγκαῖον τυγχάνει νά μήν ἐγκλωβισθεῖ ἡ ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης σέ τυπικές στενές νομικές καί δικονομικές διατάξεις, ἀλλά ἀξίζει νά εἶναι μία ὁλοκληρωμένη λειτουργία, λαμβάνουσα πάντοτε καί ὑπ’ ὄψιν της, ὅτι σύγκειται «ἐξ ἀνθρωπίνων λογισμῶν» ἔναντι τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ._
– Μπορεί ν’ ασκηθεί ποινική δίωξη για μετάδοση ή μη της Θείας Κοινωνίας;
Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά καιρούς, ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπόψεις περί ποινικῆς δίωξης σέ κληρικούς, οἱ ὁποῖοι δέν μετέδωσαν τήν Θεία Κοινωνία σέ πιστούς ἤ τήν μετέδωσαν παρ’ ὅτι ὑπῆρχε κάποια ἐκ μέρους τοῦ κράτους ἀπαγόρευση (ὅπως ἡ περίπτωση τοῦ κορονοϊοῦ).
Ἐν προκειμένῳ, τό ἐρώτημα τό ὁποῖο τίθεται εἶναι: Εὐσταθεῖ ποινική δίωξη κατ’ ἔγκλησιν ἤ αὐτεπαγγέλτως ἤ ἀκόμη πειθαρχική δίωξη τοῦ Ὑπαλληλικοῦ Κώδικα γιά τήν παραπάνω περίπτωση; Πρόκειται, κατ’ ἀναλογίαν, γιά παράβαση καθήκοντος κατ’ ἄρθρον 259 ΠΚ.
Εὐθύς ἐξ’ ἀρχῆς, διατυπώνουμε τήν θέση μας, ὅτι, ἐπ’ οὐδενί, δύναται ν’ ἀσκηθεῖ ποινική δίωξη σέ βάρος οἱουδήποτε κανονικοῦ κληρικοῦ γιά τήν πράξη μετάδοσης ἤ μή Θείας Κοινωνίας στούς προσερχομένους πιστούς ἤ ἄλλη πειθαρχικοῦ τύπου δίωξη. Τήν ἀντίθετη ἄποψη, θεωροῦμε, ὅλως διόλου, λαθεμένη. Καί ἐξηγούμεθα:
Ὡς εἶναι γνωστόν, στήν ἐπιστήμη τοῦ ποινικοῦ δικαίου, ἀδίκημα, ἔγκλημα εἶναι πράξη ἄδικη, πού μπορεῖ νά καταλογιστεῖ σέ αὐτόν πού τήν πράττει καί ἡ ὁποία τιμωρεῖται ἀπό τό νόμο. Αὐτή εἶναι ἡ τυπική – νομική ἄποψη γιά τό ἔγκλημα. Ἀπό οὐσιαστική ὅμως ἄποψη, ἀδίκημα – ἔγκλημα εἶναι μία συμπεριφορά, ἡ ὁποία προσβάλλει, δηλαδή βλάπτει ἤ ἀπειλεῖ νά βλάψει, ὁρισμένο ἔννομο ἀγαθό. Ἀκόμη, ὅπερ καί σπουδαιότατο, σύμφωνα μέ τήν νομική ἀρχή nullum crimen nulla poena sine lege, πού διατρέχει ὁλόκληρο τό ποινικό μας σύστημα, πρέπει νά ὑπάρχει «νόμος» γραπτός καί ἀκριβής, πού νά ἔχει θεσπισθεῖ σέ ἀνύποπτο χρόνο καί πρίν τήν τέλεση τῆς ἀξιόποινης πράξης, πού νά τιμωρεῖ τήν ἐν λόγῳ «πράξη».
Στό συγκεκριμένο ἐρώτημα, στό ὁποῖο ἀναφερόμεθα, δέν ὑπάρχει κάποιος νόμος μέ τόν ὁποῖο ὁ νομοθέτης νά ἐκφράζει σαφῶς καί μέ λέξεις μή διφορουμένης σημασίας τήν βούληση αὐτοῦ, ὅτι ἡ μετάδοση ἤ μή τῆς Θείας Κοινωνίας συνιστᾶ ἀδίκημα. Προσέτι, οὔτε μπορεῖ, ὡς προελέχθη, μιᾶς καί δέν ὑπάρχει νόμος, νά γίνει ἀναλογική ἐφαρμογή κάποιας ἄλλης ποινικῆς παρεμφεροῦς διάταξης, τήν ὁποία νά προσαρμόσουμε στήν ἐν λόγῳ ἀξιολογούμενη συμπεριφορά, μέ τήν πράξη – ἐνέργεια δηλ. τοῦ ἱερουργοῦντος κληρικοῦ κατά τήν μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας. Τοῦτο τό ἀπαγορεύει ἀπολύτως τό Σύνταγμα (ἄρθρ. 7 παρ. 1) καί ὁ Ποινικός Νόμος (ἄρθρ. 1 ΠΚ).
Καί ὀρθῶς ἀπουσιάζει κάποιος νόμος ἀναφορικῶς μέ τήν μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας, καθ’ ὅτι τοῦτο, εἶναι ἕνα γεγονός καθαρῶς ἐκκλησιολογικό – πνευματικό. Τό ὅλον θέμα τῆς μεταδόσεως τῆς Θείας Κοινωνίας ἀνήκει ἀποκλειστικῶς στά interna corporis τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τήν ἔννοια αὐτή, εἶναι ὅλως ἀσυμβίβαστη μία δικαστική ἤ ἄλλη ἐλεγκτική παρέμβαση στά πνευματικά αὐτά ζητήματα τῆς ἁρμοδιότητος τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εὑρίσκει κανένα ἀπολύτως ἔρεισμα μία τυχόν ἐπέμβαση τῆς πολιτείας στά τελούμενα, ἤτοι λατρευτικά καί δογματικά ζητήματα. Ἡ διαχείριση τῆς λατρευτικῆς ζωῆς ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Ἐκκλησία καί τούς ποιμένες της, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νά πράττουν πάντοτε μέ βάση τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν Ἱερά Παράδοση.
– Πολλές φορές γίνεται λόγος για τον ήχο της καμπάνας των ναών και ότι προξενεί όχληση και υποβάλλονται μηνύσεις.
Οἱ κώδωνες, κοινῶς καμπάνες, τῶν ἱερῶν ναῶν συγκαταλέγονται στά Ἱερά σκεύη αὐτῶν καί εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν δημόσια λατρεία. Αἰῶνες τώρα, ἡ κωδωνοκρουσία ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας καί τυγχάνει πρακτική ἐκδήλωση τοῦ δικαιώματος θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν πιστῶν. Το ὡρολόγιον στό κωδωνοστάσιο, ἐννοεῖται, ἐξαιρεῖται, καθ’ ὅτι δέν συνδέεται μέ τή θεία λατρεία.
Βεβαίως, ἐξ ἀπόψεως νομοθετικῆς, τό ὅλο ζήτημα τῆς κωδωνοκρουσίας ἔχει σχέση μέ τή λεγόμενη ἠχητική ρύπανση ἤ μή τοῦ περιβάλλοντος. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν ἀντιμετώπιση ἐν γένει τοῦ θορύβου τοῦ προερχομένου ἀπό τήν κρούση τῆς καμπάνας τοῦ ναοῦ.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν κειμένη νομοθεσία, ὁ Ν. 1650/86 προβλέπει τήν προστασία του περιβάλλοντος, καί συγκεκριμένα ὁρίζει (ἄρθρο 2) ὅτι ὡς ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος θεωρεῖται καί ὁ θόρυβος, ἐφ’ ὅσον ὅμως ἔχει τοιαύτη ἔνταση, ὥστε νά προκαλεῖ ἀρνητικές ἐπιπτώσεις στήν ὑγεία. Τό ἴδιο ἀναφέρει καί τό Π.Δ. 1180/81, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στή λειτουργία βιομηχανικῶν καί μηχανολογικῶν ἐγκαταστάσεων καί θεωρεῖ ὡς ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος τόν θόρυβον. Ἐπίσης, καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 49/02 Ὁδηγία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου κάμνει λόγο γιά προστασία τοῦ πολίτου ἀπό τόν θόρυβο. Ἐξ ἄλλου, ὑφίσταται καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 1032/2/3710/1996 ἀστυνομική διάταξη, ἡ ὁποία προβλέπει μέτρα γιά τήν τήρηση τῆς κοινῆς ἡσυχίας, ὡς καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 3010/15-1-85 ὑγειονομική διάταξη, ἡ ὁποία προβλέπει μετρήσεις μέ εἰδικά μηχανήματα τῆς ἐπιτρεπόμενης ἠχοστάθμης.
Μάλιστα μέ τόν Ν. 4637/2019 ἡ διατάραξη τῆς κοινῆς ἡσυχίας τῶν πολιτῶν χαρακτηρίζεται ὡς «εὐαίσθητο» ζήτημα, γι’ αὐτό καί παρά τήν κατάργηση τῶν πταισμάτων μέ τό ἄρθρο 468 1 τοῦ νέου ΠΚ ἔχει ἐπανέλθει τό ἀδίκημα ὡς πλημμέλημα μέ τό ἄρθρο 10 τοῦ παραπάνω νόμου. Οἱ παραπάνω, βεβαίως, διατάξεις του κοινοῦ καί κοινοτικοῦ νομοθέτου θά πρέπει πάντοτε νά ἐντάσσονται σέ ἐκεῖνες τοῦ Συντάγματος καί εἰδικώτερα τῶν ἄρθρων 13 καί 24§1.
Συνεπῶς, ἀπό νομική ἄποψη, τό θέμα τῆς κωδωνοκρουσίας εἶναι θέμα ὄχι ἀπαγόρευσης, ἀλλά ἐντάσεως τοῦ ἤχου, τῶν «ντεσιμπέλ», κυρίως σε ἀστικές πυκνοκατοικημένες περιοχές, ὅπου μάλιστα τό κωδωνοστάσιον, γιά παράδειγμα, βρίσκεται πλησίον τῶν τελευταίων ὀρόφων τῶν πολυκατοικιῶν. Τό ὅλο θέμα πάντοτε ἐξετάζεται κατά περίπτωσιν (ὡς παράδειγμα ἀναφέρουμε τήν ἀπόφαση τοῦ Μονομελοῦς Πρωτοδικείου Βόλου ὑπ’ ἀρ. 1214/2003), καί καλόν εἶναι νά ἀποφεύγονται ἐν γένει οἱ ὑπερβολές καί ἀκρισίες.
Ἐπιπροσθέτως, ὀφείλουμε νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἔχουν ἐκδοθεῖ καί σχετικές ἐκκλησιαστικές ἐγκύκλιοι, ὡς ἐπί παραδείγματι ἡ ὑπ’ ἀρ. 2855/9-7-2003 τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ὡστόσο, ἄλλο θέμα εἶναι ἡ σωστή διαχείριση τῆς κωδωνοκρουσίας, καί ἄλλο ὁ γενικώτερος ἰδεολογικός προβληματισμός ἄν πρέπει νά ὑπάρχουν καμπάνες καί νά ἠχοῦν. Ὑπάρχουν καί σχετικές δικαστικές ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες δέχονται ὅτι ὁ ἦχος τῆς καμπάνας εἶναι δικαίωμα αὐτοπροσδιορισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί δέν παραβιάζει τίς διατάξεις τοῦ νόμου περί ἠχορρυπάνσεως.
Οἱ καμπάνες στούς ναούς εἶναι ἀπό μακροῦ χρόνου θεσμός, ὄχι μόνον στόν ἑλλαδικό χῶρο, ἀλλά καί στόν εὐρωπαϊκό. Μέχρι σήμερα, στίς μεγάλες εὐρωπαϊκές πρωτεύουσες τῆς Εὐρώπης, Παρίσι, Λονδῖνο, Ρώμη. Βιέννη, κτλ., ἠχοῦν καμπάνες. Στήν Ἑλλάδα, μάλιστα, ὁ ἦχος τῆς καμπάνας εἶναι συνδεδεμένος μέ τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἕλληνα. Ἡ κωδωνοκρουσία ἀποτελεῖ στόν ἑλλαδικό χῶρο στοιχεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ πολιτιστικοῦ περιβάλλοντος. Ἰδιαίτερα στήν ἐπαρχία, στό χωριό, ἡ καμπάνα εἶναι τό χαρακτηριστικό τῆς ἀφύπνισης ὅτι ζῶ, ὑπάρχω, ἔχω ταυτότητα καί δέν εἶμαι νεκρωμένος καί ἀνύπαρκτος. Ἔπειτα, γιά τόν πιστό χριστιανό, ὁ ἦχος τῆς καμπάνας θυμίζει τόν Θεό, τήν λατρεία πρός Αὐτόν, τόν Δημιουργό τοῦ Κόσμου καί Πλάστη, καί εἶναι μία πρόσκληση γιά προσευχή. Ἀλλοίμονο, ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο ὅ,τι τρώει καί ζεῖ βίο βοσκηματώδη. Ὁ ἄνθρωπος ἀναφέρεται πρός τόν Θεό, πρός τά ἄνω. Ἔχει ψυχή καί δέν εἶναι μόνο σῶμα.
Εἶναι σημαντικό νά καταλάβουμε ὅτι, ὅταν κάποιοι στρέφονται ἐναντίον τῆς κωδωνοκρουσίας, μέ τή δικαιολογία ὅτι ἐνοχλοῦνται, πολλές φορές ὁ βαθύτερος λόγος δέν εἶναι αὐτός τῆς ἐνοχλήσεως, ὅτι δηλαδή χάνουν τήν ἀνάπαυσή τους. Ὄπισθεν τοῦ λόγου αὐτοῦ βρίσκεται ἡ πολεμική κατά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀθεϊστική ἀντίληψη, ὁ μηδενισμός καί ἡ ἐν γένει ἀπαξίωση τῆς ἔννοιας τῆς ἱερότητας.
Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νά διατηρήσουμε τίς ἱερές παραδόσεις μας, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι, νά ἀκοῦμε τίς καμπάνες τῶν ναῶν μας. Θά ἔλεγα ὅτι ἄς εἶναι ἡ διαμαρτυρία μας γιά ἄλλες ἠχορρυπάνσεις καί ὄχι γιά τόν γλυκό ἦχο τῆς καμπάνας τῶν ναῶν μας. Ἀναφέρει τέτοιες ἄλλες ἠχορρυπάνσεις στήν ὑπ’ ἀριθμ. 14/8-6-2023 ἐγκύκλιό του ὁ Ἀντεισαγγελεύς τοῦ Ἀρείου Πάγου κ. Παν. Παναγιωτόπουλος, ὅπου ὑπογραμμίζει συγκεκριμένα, «μουσικές πού προέρχονται ἀπό κέντρα διασκέδασης καί λοιπά καταστήματα, εἴτε ὑπαίθρια, εἴτε στεγασμένα, θόρυβοι ἀπό δίκυκλα καί αὐτοκίνητα πού «ἁρματοδρομοῦν» στούς δρόμους, δημόσιοι θόρυβοι πού προέρχονται ἀπό διάφορες καί ποικίλες δραστηριότητες, παντός εἴδους θορυβώδεις ἐκδηλώσεις σέ δρόμους, πλατεῖες…». Συνεπῶς, ἡ ὀρθή χρήση τοῦ ἤχου τῆς καμπάνας τῶν ὀρθοδόξων χριστιανικῶν ναῶν μας εἶναι πολιτιστικό μέγεθος μέ ἰδιαίτερη ἀξία καί σημασία γιά τήν ὑπόστασή μας.
– Ένα άλλο θέμα είναι η βλασφημία των θείων. Έχουμε πληροφορηθεί ό,τι καταργήθηκε. Πώς έχει το όλο θέμα;
Μέ τόν νέο Ποινικό Κώδικα διατηρήθηκε μόνον τό ἄρθρο 200, ἤτοι ἡ διατάραξη τῶν θρησκευτικῶν συναθροίσεων. Ἀξίζει ὅμως νά δοῦμε ποιό ἦταν τό περιεχόμενο τῶν ἄρθρων πού δυστυχῶς καταργήθηκαν. Πρῶτον, προστατευόμενο ἀγαθὸ τοῦ Ζ´ κεφαλαίου τοῦ Εἰδικοῦ Μέρους τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος εἶναι ἡ θρησκευτικὴ εἰρήνη καὶ τὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα ἔννομο ἀγαθό, τὀ ὁποῖο ἔχει ἄυλο χαρακτῆρα καὶ ἐμπίπτει στὴν ἔννοια τοῦ δημοσίου συμφέροντος, τῆς εἰρηνικῆς συμβιώσεως τῶν ἀτόμων καὶ περαιτέρω ἐξ ἀντανακλάσεως στὴ καθόλον κοινωνικὴ συνοχή. Στό κεφάλαιο ἦταν: α) ἡ κακόβουλος βλασφημία (ἄρθρο 198 Π.Κ.), ἡ καθύβριση θρησκευμάτων (ἄρθρο 199 Π.Κ.), ἡ διατάραξη θρησκευτικῶν συναθροίσεων (ἄρθρο 200 Π.Κ.) καὶ ἡ περιύβριση νεκρῶν (ἄρθρ. 201 Π.Κ.). Ἔμεινε τώρα μόνο τό ἄρθρο 200 ΠΚ. Ἀλλά ἄς προσέξουμε εἰδικότερα. Πρῶτον, ἡ κακόβουλος βλασφημία (ἄρθρο 199 Π.Κ.) σήμαινε τὴν καθύβριση τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον βέβαια γινόταν δημόσια καὶ κακόβουλα. Περιλάμβανε δὲ κάθε ἐκδήλωση ἰδιαίτερα προσβλητικὴ εἴτε λόγῳ τῆς μορφῆς της εἴτε λόγῳ τοῦ περιεχομένου της. Καί βέβαια συζητήσεις, ἀπόψεις, γνῶμες ἔστω καὶ ἂν περιεῖχαν ἀμφισβήτηση ἢ καθόλου ἄρνηση τοῦ Θεοῦ δὲν ἐνέπιπταν στὴν ἐν λόγῳ διάταξη.
Δεύτερον, τὸ ἄρθρο 199 Π.Κ., τὸ ὁποῖο ἀναφερόταν στὴ καθύβριση θρησκευμάτων, ἰδίᾳ ἔκαμνε λόγο γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία πρωτίστως ὡς φυσικὴ καὶ νομικὴ συνέπεια τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ἀλλὰ βεβαίως περιλάμβανε καὶ «ἑτέρα τινὰ θρησκείαν ἀνεκτὴν ἐν Ἑλλάδι».
Ἔπειτα, τὸ ἄρθρο 201 Π.Κ. (περιΰβρισις νεκρῶν) ἦταν πολὺ σημαντικὸ καθ᾿ ὅτι σχετιζόταν μὲ τὸν σεβασμὸ στὸ νεκρὸ καὶ στὴ μνήμη του. Εἶχε ἐπίσης μεγάλη ἀναφορὰ στὰ κοιμητήρια καὶ δὴ στή βεβήλωση τῶν τάφων. Εὐτυχῶς πού τό μόνο ἄρθρο πού διατηρήθηκε εἶναι τό 200 Π.Κ. (Διατάραξις θρησκευτικῶν συναθροίσεων), ὅπου στὴν μὲν §1 τιμωρεῖται κάθε πράξη ἢ ἐνέργεια ποὺ ἐμποδίζει εἴτε τὴν προετοιμασία, εἴτε τὴν ἔναρξη εἴτε τὴν συνέχιση μιᾶς θρησκευτικῆς συνάξεως, ἡ ὁποία γίνεται γιὰ λατρευτκοὺς λόγους (π.χ. ἑσπερινός, Θ. Λειτουργία), ἀνεξάρτητα ἂν ἡ σύναξη ἢ ἡ συνάθροιση αὐτὴ συντελεῖται σὲ κλειστὸ ἢ ἀνοικτὸ χῶρο (π.χ. Λιτανεία). Ἰδιαίτερα τὸ ἄρθρο αὐτό ἕνεκα καὶ τῆς πολυπολιτισμικῆς κοινωνίας καὶ τῶν ὅλων νέων συνθηκῶν μὲ τὶς μεταναστευτικὲς ροὲς οἱ ὁποῖες συνεχῶς διαμορφώνονται ἐνέχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴν θρησκευτικὴ εἰρήνη καὶ ἀποτροπὴ μιᾶς θρησκευτικῆς αὐτοδικίας ἢ ἄλλης παρεκτροπῆς. Ὅμως κατά τήν ἄποψή μας, τά καταργηθέντα ἄρθρα 198, 199 καί 201 πρέπει νά τεθοῦν καί πάλιν ἐν ἰσχύει.
Τὸ ὅλο ζήτημα ἀνάγεται στὴ παιδεία ζωῆς, μία παιδεία τοῦ λαοῦ οὐσιαστική καί αὐθεντική, ἐκείνη τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης. Ἡ βλασφημία ἤ καθύβριση ἤ διακωμώδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅ,τι χειρότερο, σ’ αὐτή μάλιστα τήν χρονική συγκυρία, ὅπου ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ὁμοψυχία καί ἑνότητα. Ὀφείλουμε ὅλοι μας νά οἰκοδομοῦμε καί νά μή γκρεμίζουμε.
– Πολλές φορές γίνεται θόρυβος για το θέμα των εκτρώσεων ή αμβλώσεων με ποικίλες αιτιολογίες, η κυριότερη από τίς οποίες είναι η αυτοδιάθεση του σώματος από την γυναίκα και η αντίληψη ότι το κυοφορούμενο δεν έχει σχηματιστεί ακόμη ως άνθρωπος. Τί θα λέγατε γι’ αυτό το επίμαχο θέμα;
Τό κυοφορούμενον ἀσφαλῶς καί εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά καταστρατηγήσει μέ κανένα τρόπο τήν δωρεά αὐτή τοῦ Πανσόφου καί Δημιουργοῦ Θεοῦ. Ὁ βιβλικός λόγος τό λέγει μέ τά λόγια πού βρίσκουμε στό Δ’ κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, «Ἀδάμ δέ ἔγνω Εὔαν τήν γυναῖκα αὐτοῦ καί συλλαβοῦσα ἔτεκε τόν Κάϊν καί εἶπεν· ἐκτησάμην ἄνθρωπον διά τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται νά γίνεται συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἰδιοκτησία μας καί ὕστερα νά πράττουμε ὅ,τι θέλουμε. Εἶναι ἀσφαλῶς καί ἐσφαλμένη ἡ ἀντίληψη περί αὐτοδιαθέσεως τοῦ σώματός τους πού διατείνονται μερικές γυναῖκες. Ὅλα ἀνήκουν στόν Πλάστη καί Δημιουργό. Τό διφυές τοῦ ἀνθρώπου σῶμα καί ψυχή εἶναι τοῦ Θεοῦ. Κατά δέ τήν πατερική διδασκαλία ἡ ψυχή καί τό σῶμα δημιουργοῦνται ἀπό τό Θεό ταυτόχρονα. Καί τό ἔμβρυο εἶναι ἄνθρωπος μέ σῶμα καί ψυχή. Ὁ ἱερός Δαμασκηνός λέγει: «Ἅμα δέ τό σῶμα καί ἡ ψυχή πέπλασται· οὐ τό μέν πρῶτον, τό δέ ὕστερον». Πῶς, λοιπόν, θά φονεύσουμε ἄνθρωπο; Γιά τήν Ἐκκλησία ἡ ἔκτρωση εἶναι ἐφάμαρτη καί ἐγκληματική πράξη. Εἶναι φόνος. Γι’ αὐτό καί ἐν προκειμένῳ οἱ ἱεροί κανόνες ἐπιβάλλουν αὐστηρά ἐπιτίμια. Εἰδικά ὁ Μέγ. Βασίλειος γράφει γιά τό θέμα αὐτό στούς κανόνες του 2 καί 8. Καί ὁ 91ος κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου διακελεύει ὅτι θά ὑποστεῖ ἐπιτίμιο ἐκεῖνο τοῦ φονέα, ὅταν ἔχουμε τήν ἐνέργεια τῆς ἔκτρωσης. Μάλιστα, πρόσφατα ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας καθιέρωσε ἡμέρα κατά τῶν ἐκτρώσεων ὀνομάζοντάς την «Ἡμέρα τοῦ ἀγέννητου παιδιοῦ». Καί καλῶς καθιερώθηκε.
Τό κράτος ἔχει θεσπίσει τό ἄρθρο 304 ΠΚ μέ τόν τίτλο «Διακοπή τῆς κύησης» ἤ ἄλλως τεχνητή διακοπή τῆς ἐγκυμοσύνης μέ τό ὁποῖο εἶναι νόμιμη ἡ ἔκτρωση ἤ ἄμβλωση μέ ὡρισμένες βέβαια προϋποθέσεις. Ὁ πρῶτος νόμος πού ἐπέτρεψε μάλιστα τήν τεχνητή διακοπή τῆς ἐγκυμοσύνης ἦταν ὁ Ν. 821/1978.
– Ένα άλλο θέμα σύγκρουσης με το κράτος είναι το ζήτημα σχετικά με την καύση των νεκρών ή την όπως αλλιώς λέγεται αποτέφρωση. Τί λέτε γι’ αὐτό το κοινωνικό θέμα;
Ἡ Ἐκκλησία βεβαίως καί ἀπορρίπτει τήν καύση τῶν νεκρῶν καθ’ ὅτι, τοῦτο ἀπάδει πρός τήν ἁγία παράδοσή της καί ἀποτελεῖ πλήρη καταστρατήγηση τῆς τιμῆς καί τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, πού εἶναι κατά τόν Ἀπ. Παῦλον «ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου. Μάλιστα περιβάλλει τό σῶμα μέ πολύ σεβασμό ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρός τό κεκοιμημένο μέλος της καί περαιτέρω καί ὡς ἔκφραση τῆς πίστεως στήν κοινή πάντων ἀνάσταση. Ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως «ὁμολογῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ο θάνατος δέν εἶναι «χαμός», ὅπως συνήθως λέγεται, ἀλλά ἕνας ὕπνος μακρότερος τοῦ συνήθους μέ ἀναμονή τήν ἀνάσταση. Εἶναι κοίμηση. Γι’ αὐτό καί τό ὀρθότερο εἶναι νά μιλᾶμε γιά κοιμητήρια. Ἔτσι στή συνέχεια μέ τήν ὕπαρξη τῆς ταφῆς, ἔχουμε καί τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων μας. Μή λησμονοῦμε ἀκόμη ὅτι ὁ τάφος εἶναι καί σημεῖο παρηγορίας καί παραμυθίας τῶν συγγενῶν τοῦ κεκοιμημένου. Γι’ αὐτό ἡ ἀποτέφρωση δέν εἶναι ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν τελεῖται προσέτι Νεκρώσιμος Ἀκολουθία καί Ἱερό Μνημόσυνο σύμφωνα μέ σχετική Ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὑπ’ ἀριθμ. 5055/2014.
Τό κράτος, ὅμως, μέ τόν Ν. 4277/2014 δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις τοῦ νεκροῦ καί θέσπισε ὅτι ἐάν ὁ θανών δέν εἶχε ἐκφραστεῖ ἐν ζωῇ περί τῆς μετά θάνατον ἐπιθυμίας ταφῆς ἤ ἀποτέφρωσης τοῦ σώματός του, ἡ ἀποτέφρωση ἤ καύση μπορεῖ νά γίνει μέ μόνη τήν δήλωση τοῦ/τῆς συζύγου ἤ συγγενῶν του. Τοῦ παραπάνω νόμου ἔχουν γίνει καί ἄλλες τροποποιήσεις καί μέ τόν Ν.4483/2017 ἔχουμε καί τήν ἐγκατάσταση καί λειτουργία Κέντρου ἀποτέφρωσης.
– Ακούμε για το άβατο του Αγίου Όρους. Όμως υπάρχουν γυναικείες οργανώσεις αλλά και άλλα πρόσωπα που διαμαρτύρονται και διαφωνούν. Μάλιστα απαιτούν την κατάργησή του.
Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι, θά λέγαμε, ἡ «ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας». Γιὰ αἰῶνες, τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος ὑπῆρξε ἡ ὑψηλότερη καί πλουσιότερη σέ ἁγιότητα καὶ πνευματικό κάλλος προμετωπίδα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ ἀλλά καί καύχημα τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι σήμερα ὑπάρχουν εἴκοσι (20) μονές (Κυρίαρχες μονές) καί σ’ αὐτὲς ὑπάγονται καὶ ἄλλα μοναχικά ἱδρύματα ὡς ἐξαρτήματα, δηλαδή σκῆτες (ἄθροισμα κελλιῶν, καλυβιῶν, καθισμάτων) κἄ.
Ἀλλά ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος ἔχει τό δικαίωμα τῆς αὐτοδιοικήσεως παλαιόθεν. Εἰδικότερα, τό Ἑλληνικό κράτος, στὸ ὁποῖο περιῆλθε ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω μετά την λήξη τῶν πολέμων τοῦ 1912-1913 καὶ μετὰ ἀπό πολλές διαβουλεύσεις μέ τίς ξένες δυνάμεις, ὄχι μόνο δέν ἔθιξε τήν προϋφιστάμενη αὐτοδιοίκηση τῶν ἁγιορείτικων μονῶν, ἀλλά καί ἀμέσως τὴν ἀνεγνώρισε. Τό 1924 συνεστήθη εἰδική ἐπιτροπή γιά τήν σύνταξη Καταστατικοῦ Χάρτη τοῦ Ἁγ. Ὄρους καί πράγματι συνετάχθη σέ σύντομο χρονικό διάστημα. Ὁ Καταστατικός αὐτός Χάρτης ἔτυχε τῆς ἐπικυρώσεως μέ τό Ν.Δ. 10/16-9-1926 καὶ ἀργότερα ἔχουμε καί τήν συνταγματική του κατοχύρωση καί στό Σύνταγμα τοῦ 1927 (ἄρθρα 109-112). Αὐτούσια διάταξη περιελήφθη στό Σύνταγμα τοῦ 1952 (ἄρθρο 103). Σήμερα ἡ συνταγματική κατοχύρωση τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἑδράζεται στό ἄρθρο 105 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (1975), ὅπου καλύπτεται καί ὁ Καταστατικός Χάρτης –in clobo- ἔχοντας αὐξημένη τυπική δύναμη. Ἡ Πολιτεία βέβαια, ἐπιφυλάσσει στόν ἑαυτό της τὴν ἄσκηση ἐποπτείας γιὰ τὴν ἀκριβή τήρηση καί ἐφαρμογή τῶν κανόνων δικαίου πού ἰσχύουν στήν Ἀθωνική Πολιτεία καί γιά τόν λόγο αὐτό διορίζεται μέ Προεδρικό Διάταγμα, κατόπιν προτάσεως τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν καί Διοικητής μέ τόν τίτλο «Γενικός Διοικητής τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
Καί βέβαια ὡς εἶναι γνωστόν, στό Ἅγιο Ὄρος, ἰσχύει τό ἄβατον στίς γυναῖκες. Δηλαδή, ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος καί ἡ παραμονή τῶν γυναικῶν. Εἰδικότερα, τό ἄρθρο μάλιστα 186 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη ὁρίζει τὰ ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα αὐτὸ: «Ἡ εἰς τὴν χερσόνησον τοῦ Ἁγ. Ὄρους εἴσοδος τῶν θηλέων κατά τὰ ἀνέκαθεν κρατοῦντα ἀπαγορεύεται». Κατά δὲ τὸ ἄρθρο 43 τοῦ Ν.Δ. 10-9-26 ἡ παράβασις τοῦ ἄρθρου 186 τοῦ Κατ. Χάρτη ἐπισύρει τήν ποινήν φυλακίσεως δύο μηνῶν μέχρις ἑνὸς ἔτους μὴ ἐξαγοραζομένης (βλ. ΦΕΚ 128/20-7-1953).
Πρόκειται γιά ἕνα ἀρχαῖο προνομιακό καθεστώς, ποὺ τὰ ἐρείσματά του βρίσκονται στὴν οὐσία καὶ τίς ἀρχές τοῦ μοναχισμοῦ καὶ στοὺς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας (βλ. 19ος καν, τῆς Ἄγκυρας, 47ος καν. τῆς Πενθέκτης, 18ος καί 20ος τῆς Ζ’ Οἰκ. Συν., 19ος καν. τοῦ Ἁγ. Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ).
Γι’ αὐτό καί κατά τήν προσχώρηση τῆς Ἑλλάδος τό ἔτος 1981 στήν ΕΟΚ ἔγινε εἰδική συμφωνία γιά τό καθεστώς τοῦ Ἁγ. Ὄρους μέ τήν Κοινή Δήλωση ὑπ’ ἀριθμ. 4 μεταξύ Ἑλλάδος καὶ τῶν Κρατῶν Μελῶν. Μ’ αὐτή ἀναγνωρίσθηκε τὸ εἰδικό νομικό καθεστώς τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἤτοι: ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ κοινοτικά νομικά δεδομένα. Τό περιεχόμενο τῆς Κοινῆς Δήλωσης ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἀναγνωρίζοντας ὅτι τὸ εἰδικό καθεστώς τὸ ὁποῖο ἔχει παραχωρηθεῖ στόν Ἅγιον Ὄρος, ὅπως τοῦτο εἶναι ἐγγυημένο ἀπό τό ἄρθρο 105 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, δικαιολογεῖται ἀποκλειστικά γιά λόγους πνευματικούς καὶ θρησκευτικούς, ἡ Κοινότητα θά μεριμνήσει ὥστε νὰ ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη οἱ λόγοι αὐτοί κατά τήν ἐφαρμογή καί τήν περαιτέρω ἐπεξεργασία τῶν διατάξεων τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ τίς τελωνειακές καί φορολογικές ἀπαλλαγές καθώς καὶ τὸ δικαίωμα ἐγκαταστάσεως» (ΦΕΚ 170 Α΄ τῆς 27/7/1979).
Συνεπῶς δέν τίθεται θέμα. Τό ἄβατο εἶναι ἱερός θεσμός. Ἰσχύει αἰῶνες τώρα καί δέν πρέπει νά ὑπάρξει οὐδεμία ἀπολύτως καταστρατήγησις. Θά πρόσθετα καί τοῦτο. Καμμία γυναῖκα πού σέβεται τόν ἑαυτό της δέν θά δεχόταν νά εἰσέλθει στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ εἶναι μόνον ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἡ Παναγία. Τέλος. Ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλουμε ἀπόλυτο σεβασμό στήν παραδοσιακή αὐτή ἀρχή τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας ποὺ ἀνέκαθεν ἴσχυε καὶ εἶναι καί συνταγματικῶς κατοχυρωμένη.
– Με όλα αυτά που είπατε καθίσταται φανερό ότι έχουμε να κάνουμε στη ζωή μας με το δίπολο θα έλεγα, θείος και ανθρώπινος νόμος. Από τη μία πλευρά οι θέσεις της Εκκλησίας και από την άλλη του κράτους. Πώς αυτά τα δύο θα τα συνδυάσουμε; Δεν είναι δύσκολο;
Καί βέβαια εἶναι δύσκολο. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διεκήρυξε: «Στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν καί ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν». Δέν εἶναι εὔκολη ἡ χριστιανική ζωή. Θέλει πολύν ἀγῶνα. Ὁ Χριστός ὅμως δίνει τήν δύναμη καί προσφέρει τήν χάρι. Ὁ Χριστός δίδει ἄλλο ἦθος πού καταλάμπει τήν ψυχή μέ τό ἀληθινό φῶς, τῆς ἀλήθειας καί τῆς σωτηρίας. Ἡ συμμετοχή στό μυστικό βίο τοῦ Χριστοῦ μέσα στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀποβαίνει τελικά νίκη γιά τόν ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸν πού φυλάσσει τίς θεῖες ἐντολές καί ἔρχεται καί τόν γεμίζει ἀπό τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι τό ἄλλο ἦθος, ἡ «ἐπί τά κάλλιστα μεταποίηση».
Βέβαια σέ τοῦτο τό μάταιο κόσμο ὑπάρχει καί ὁ ἀνθρώπινος νόμος καί μάλιστα σέ μία συντεταγμένη πολιτεία ἵσταται βάσει τῆς διασταυρώσεως τῶν τριῶν λειτουργιῶν ἤτοι τῆς νομοθετικῆς, ἐκτελεστικῆς καί δικαστικῆς.
Ὁ ἀνθρώπινος νόμος εἶναι κατασκεύασμα ἀνθρώπινο, ἀπόρροια κυρίως τῆς νομοθετικῆς λειτουργίας ἑνός κράτους. Ὁ θεῖος νόμος ὅμως, εἶναι ἐξ ἀποκαλύψεως. Δέν τόν φτιάξαμε ἐμεῖς. Μᾶς ἐδόθη ἀπό τόν θεῖο Νομοθέτη καί Νομοδότη. Ἔπειτα ὁ ἀνθρώπινος νόμος ἔχει κάποιο χρονικό ὅριο. Ὁ θεῖος νόμος εἶναι αἰώνιος. Ὁ τῶν ἀνθρώπων νόμος, εἶναι καιρικός, ἀλλάσσει συνεχῶς. Ὁ θεῖος, εἶναι ἀμετάβλητος καί ἀναλλοίωτος. Ἀκόμη ὁ ἀνθρώπινος εἶναι ἐλλιπής καί ἀνεπαρκής. Ὁ θεῖος νόμος τέλειος. Ἀλλά ἀναφορικά μέ τόν ἀνθρώπινο νόμο καί τήν συμμόρφωση του σ’ αὐτόν χρησιμοποιεῖται ὁ ἐξαναγκασμός. Ὁ θεῖος νόμος ἀντιθέτως δέν ἐπιβάλλεται. Ἐμπεριέχει τήν ἐλευθερία τῆς συμμορφώσεως καί ἐφαρμογῆς. Τέλος, ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρωπίνου νόμου εἶναι ἡ κοινωνική εἰρήνη καί τάξη στήν Πολιτεία, ἡ κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων γιά νά μή καταστεῖ ἡ κοινωνία μία ζούγκλα. Ὁ θεῖος νόμος φέρει βέβαια τήν εἰρήνευση στήν κοινωνία, ἀλλ’ ἔχει ἄλλο σκοπό. Ἀποβλέπει στή σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, στήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, στήν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτό καί ὁ μέν νόμος τῶν ἀνθρώπων ἔχει ἐνδοκοσμικό χαρακτῆρα, ὁ δέ θεῖος νόμος ὑπερβατικό. Ἄλλο τό ἕνα, ἄλλο τό ἄλλο.
Πρόβλημα ὅμως γεννᾶται, ὅταν καταφανέστατα, ὁ ἀνθρώπινος νόμος ἀντιστρατεύεται τόν θεῖο. Ἄλλα κελεύει καί διατάσσει ὁ κοσμικός νόμος καί ἄλλα συμβουλεύει καί προτείνει ὁ θεῖος. Καί πολλάκις τίθεται καί τό ἐρώτημα: Ὁ ἀνθρώπινος νόμος συντελεῖ στήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου δηλ. προάγει ἠθικῶς τήν κοινωνία ἤ εἶναι μία ἔννομη ἀδικία; Ἐπιπλέον, ὑπάρχει καί ἡ διαπίστωση τῆς διαστρέβλωσης τοῦ καλοῦ καί τῆς ἀποδοχῆς τοῦ κακοῦ. Θά τό ἔλεγα διαφορετικά, τῆς ἀνοχῆς, τῆς ἁμαρτίας. Καί βέβαια, γιά ὅλα αὐτά, οἱ αἰτιολογίες καί προφάσεις ὑπάρχουν, ὅπως ἡ πιό εὔκολη, ὅτι οἱ συνθῆκες τῆς κοινωνίας ἀλλάσσουν καί πρέπει νά προσθέσουμε νέα ἤθη καί ἄλλους τρόπους διαβίωσης.
Ὅμως θά πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «θεοκοινωνία». Προέρχεται ἀπό τό Θεό καί εἶναι ἀκατάλυτος. Δέν προσφέρει λόγια δικά της, ἀλλά τοῦ Θεοῦ αἰώνια ρήματα. Καί ἀσφαλῶς ἐνίοτε ἡ Ἐκκλησία ὡς λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος «χειμάζεται, δηλαδή δοκιμάζεται ἀπό τρικυμίες, ἀλλά ναυάγιον οὐχ ὑπομένει˙ παλαίει ἀλλ’ οὐχ ἡττᾶται, πυκτεύει, δηλαδή ἀγωνίζεται, ἀλλ’ οὐ νικᾶται». Οἱ πιστοί χριστιανοί, λοιπόν, ἄς κρατήσουν τήν πίστη καί ἄς ἔχουν ὑπ’ ὄψιν τους καί τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ. «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Ἀπ’ ὅλα αὐτά προκύπτει ὅτι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία, πρέπει νά συνεργάζονται σέ μερικά καί κορυφαῖα νομοθετήματα, πού ἔχουν σχέση μέ ζητήματα ἀτομικῶν καί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, παιδείας, θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, οἰκογενείας, πολιτισμοῦ. Δέν πρέπει τό κράτος νά προσβάλλει τήν Ἐκκλησία καί νά τήν ἀντιστρατεύεται. Εἰδικά, ἐδῶ στήν Ἑλλάδα. Χρειάζεται ἰσορροπία, διάκριση καί σύνεση, ἐπ’ ἀγαθῷ καί ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς συνοχῆς τῆς κοινωνίας καί τῆς πατρίδος μας.