Οἱ ἅγιοι Δώδεκα Ἀπόστολοι κυριολεκτικά λάμπουν στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τῷ ὄντι, πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι καί λέγεται καί «Ἀποστολική» γιατί εἶναι θεμελιωμένη «ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων» (Ἐφεσ. β', 20).
Αὐτοί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, πιστοί μέχρι θανάτου στήν κλήση καί ἀποστολή τοῦ Χριστοῦ θεμελίωσαν καί διέδωσαν τό Εὐαγγέλιο σ' ὅλη τήν οἰκουμένη. Ὑπῆρξαν κήρυκες πρωτοπόροι, πνευματικοί πατέρες μέ ἔμπνευση ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα.
Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι τούς ἁγίους Ἀποστόλους τούς κάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί θυσιάστηκαν στήν ἱερή ἀποστολή τους. Τά ὀνόματά τους εἶναι: Σίμων, ὁ λεγόμενος Πέτρος καί Ἀνδρέας ὁ ἀδελφός του, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καί Ἰωάννης ὁ ἀδελφός του, Φίλιππος, Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς, Ματθαῖος, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου, Λεββαῖος ὁ ἐπικληθείς Θαδδαῖος, Σίμων ὁ Κανανίτης καί Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ στή θέση τοῦ προδότου μαθητοῦ ἐξελέγη ὁ Ματθίας.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος μάλιστα σημειώνει τί κόστισε τό κηρυγματικό ἔργο ἀνά τόν κόσμο γιά τούς Ἀποστόλους. Γράφει: «Ἄχρι τῆς ὥρας καί πεινῶμεν καί διψῶμεν καί γυμνητεύωμεν καί κολαφιζόμεθα καί ἀστατοῦμεν (=μετακινούμεθα ἀπό τόπο σέ τόπο) καί κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί. Λοιδορούμενοι διωκόμενοι... βλασφημούμενοι» (Α' Κορ. δ', 11-13).
Ἔτσι χάριν αὐτῶν καί μεῖς γίναμε χριστιανοί, γιατί οἱ Ἀπόστολοι εἶναι οἱ γεννήτορες μας, οἱ πατέρες μας στήν χριστιανική θεία διδασκαλία καί πίστη. Τό γενεαλογικό πνευματικό δένδρο τῶν χριστιανῶν φθάνει στούς Ἀποστόλους. Οἱ πρῶτες – ἀρχαῖες Ἐκκλησίες ὀφείλουν τήν ἵδρυσή τους στούς Ἀποστόλους. Ἡ ἱερωσύνη τῶν κληρικῶν προέρχεται διαδοχικά ἀπό τούς Ἀποστόλους (Ἀποστολική διαδοχή). Ἔτσι κρατᾶμε καί ἀνόθευτη τήν χριστιανική πίστη.
Αὐτούς, λοιπόν, πού ἡ Θεία Χάρις ἀνέδειξε Ἀποστόλους ὄχι ἁπλῶς νά τούς ἐγκωμιάζουμε ἀλλά καί νά τούς ἔχουμε καί θεμελιωτές τῆς ζωῆς μας.