Ό Θεάνθρωπος Ίησους άφού έβαπτίσθη από τόν Ιωάννη στον Ιορδάνη ποταμό καί έφανερώθηκε ή άγία Τριάδα, ύστερα άφησε τόν Ιορδάνη καί πήγε στήν έρημο, πού ήταν έκεί κοντά, καί ένήστευσε σαράντα ήμέρες καί σαράντα νύκτες. Καί υστέρα έπειράσθη άπό τόν διάβολο, τόν όποιον καί ένίκησε. Καί ήλθαν οί άγγελοι καί Τόν διάκονούσαν. Καί άρχισε δειλά-δειλά τή δημοσία Του δράση, τό έργο Του τό κοσμοσωτήριο.
Καί όταν ακούσε ότι ό Ιωάννης έφυλακίσθη άπ’ τόν 'Ηρώδη Άντίπα, τότε άφησε τήν Ίουδαία καί ήλθε στή Γαλιλαία. Καί στή συνέχεια άφησε καί τήν πατρίδα Του τή Ναζαρέτ καί ήλθε στήν Καπερναούμ, πού ήταν κοντά στή θάλασσα τής Γαλιλαίας, στά όρια των φυλών Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Καί έκαμε τήν Καπερναούμ δεύτερη πατρίδα Του. Όλοι έχουμε ανάγκη άπό μιά πατρίδα, άκόμα κι ό Θεάνθρωπος· άς τήν άγαποΰμε κι άς τή φροντίζουμε.
Καί καθώς ήλθε στήν Καπερναούμ καί στή Γαλιλαία ό Ίησους Χριστός, γράφει ό Ευαγγελιστής Ματθαίος ότι: «.. .τότε πραγματοποιήθηκε καί έπαληθεύθηκε ή προφητεία του Ήσαΐου, που αιώνες πριν είχε πει, ότι ''ή γη του Ζαβουλών καί ή γη του Νεφθαλείμ, οι χώρες δηλαδή αυτές πού είναι κοντά στή θάλασσα της Γαλιλαίας, καί εκτείνονται καί πέρα άπό τόν ’Ιορδάνη μέχρι τήν Περαία, δηλαδή ή Γαλιλαία των εθνών, είδαν φώς μέγα, τό φως του Χρίστου, ενώ έκάθηντο καί ήσαν αιχμάλωτες στό σκοτάδι τής είλωλολατρίας, τής ασέβειας καί τής πλάνης». Είδαν τό «μέγα φώς», τόν Χριστό, κι ό λαός ό όποιος εύρίσκετο «εν χώρα καί σκια θανάτου», δηλαδή στή χώρα τής αμαρτίας καί του πνευματικού θανάτου, είδε καί ένοιωσε τό «μέγα φώς», τό φώς του Κυρίου.
Κυριακή μετά τά Φώτα, σήμερα, καί γι’ αυτό άναφέρεται σ’ αυτά τά ωραία τό ιερό καί άγιο Ευαγγέλιο. Ό Χριστός έλαμψε ώς «φώς μέγα», καί στή Γαλιλαία, άλλά καί στήν Οικουμένη ολόκληρη. Καί άρχισε ό Ιησούς Χριστός τό κήρυγμά Του το μέγα, λέγοντας ακριβώς τά ίδια τά λόγια του Ίωάννου του Βαπτιστού: «Μετανοείτε, ήγγικε γάρ ή βασιλεία τών ουρανών», γιά νά βεβαιώσει μέ αυτό ότι ό Ιωάννης ήτο ό Πρόδρομός Του, ή αρχή του Ευαγγελίου Του, όπως είπαμε καί τήν περασμένη Κυριακή.
Καί αρχίζει ό Κύριος απ’ τή μετάνοια. Μετάνοια είναι ή αλλαγή του άνθρώπου, ή αλλαγή τής νοοτροπίας, ή αλλαγή τής ζωής, ή στροφή καί μεταστροφή στόν βίο. Καί μετάνοια είναι τό ξύπνημα τής άγάπης μέσα στήν ψυχή μας, καί τό δόσιμο του όχι αλλού, ούτε στά είδωλα, ούτε στό σκοτάδι, ούτε στόν κάκιστο έαυτό μας, άλλά στόν Ίησου Χριστό, στήν πρώτη καί στήν υστερνή μας άγάπη, σέ Κείνον πού «εις τέλος μάς ήγάπησεν», καί είναι τό Άλφα καί τό Ωμέγα, ή άρχή καί τό τέλος τής ζωής μας.
Καί τούς ελεγε άκόμα οτι «έφθασε ή βασιλεία τοΰ Θεού». Καί ή Βασιλεία του Θεού δέν ήταν υλική, όπως τήν έφαντάζοντο καί τήν επερίμεναν οί Ιουδαίοι, άλλά πνευματική. Η Βασιλεία του Θεου είναι ό ίδιος ό Χριστός μας, γι’ αυτό άς Τόν αγαπήσουμε, άς μείνουμε κοντά Του, άς ζητούμε πάντοτε τό φώς Του τό σωτήριον, καί ας Τόν νοιώθουμε δικό μας, καί ας ξέρουμε ένα πραγμα: ότι έδώ είμαστε περαστικοί καί πηγαίνουμε γιά τή Βασιλεία Του, καί γιά τόν Παράδεισό Του.
Ας ζητάμε παντοτεινά και μόνιμα το Φως το αληθινόν,τον Χριστό μας, και τότε, σίγουρα,θα βγούμε από τα σκοτάδια της αμαρτίας και του κακού.