Ἡ σηµερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ µᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἄφατη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος, όµως, δυστυχῶς πολλὲς φορὲς εἶναι ἀγνώµων καὶ ἀχάριστος πρὸς τὸν Θεό. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ προσφέρεται πλουσιοπάροχα, όµως ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀποστρέφεται. Ὁ Θεὸς καλεῖ στὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας του, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέγει τὴν ἐπίγεια χαρά, ἡ ὁποία σήµερα ὑπάρχει καὶ αὔριο ἐξανεµίζεται καὶ χάνεται κατὰ τὸν τρόπο ποὺ καὶ τὰ ἀνθισµένα λουλούδια µαραίνονται. Οἱ προσκεκληµένοι στὸ δεῖπνο εἶναι όσοι βαπτισθήκαµε στὸν θάνατο καὶ στὴν ἀνάστασή του καὶ τρεφόµαστε µὲ τὸ σῶµα καὶ τὸ αἷµα Του. Παρόλα αὐτὰ οἱ προσκεκληµένοι ἀποδεικνύονται ἀχάριστοι καὶ ἀγνώµονες «ἤρξαντο ἀπὸ µιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες».
Ὁ πρῶτος λέει: «ἀγόρασα ένα χωράφι καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ πάω νὰ τὸ δῶ». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος προκρίνει τὰ κοσµικὰ ἀγαθά, ἀντὶ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του, τὰ ὁποῖα όµως εἶναι πρόσκαιρα. Ὅσο καὶ νὰ κοπιάζει γι’ αὐτὰ θὰ µαταιοπονεῖ καὶ θὰ ταλαιπωρεῖται, διότι δὲν πρόκειται νὰ τὰ χαίρεται αἰώνια. Ὄχι µόνο διότι ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ἀπώλειάς τους, ἀλλὰ καὶ διότι αὐτὰ ἀπὸ τὴν φύση τους δὲν µποροῦν νὰ τὸν συνοδεύσουν µετὰ τὸν θάνατο.
Ὁ δεύτερος, ὁ ὁποῖος λέει «ἀγόρασα πέντε ζεύγη βοδιῶν καὶ πρέπει νὰ τὰ δοκιµάσω», εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀπορροφᾶται ἀπὸ τὶς βιοτικὲς µέριµνες καὶ τὶς ὑποθέσεις τοῦ κόσµου τούτου καὶ χάνει τὸν χρόνο του γιὰ ότι ἄλλο.
Ὁ τρίτος ἀπορρίπτει τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, λέγοντας «µόλις παντρεύτηκα καὶ δὲν µπορῶ νὰ ἔρθω». Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐκτίµησε τήν βαθύτερη σχέση ποὺ ἔχει ἡ προσωρινή του ἀνάγκη µὲ τὴν βαθύτερη τῆς ψυχῆς του καὶ δίνει προτεραιότητα στὴν πρώτη, ἀδιαφορώντας οὐσιαστικὰ γιὰ τὴν δεύτερη. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεωρεῖ ότι ὁ γάµος, τὸν ὁποῖο ὀφείλει νὰ φροντίζει δὲν ἔχει σχέση µὲ τὰ πνευµατικά καὶ δὲν κατανοεῖ ότι οἱ σύζυγοι βιώνουν τὴν εὐτυχία τους καὶ τὴν ἐξασφαλίζουν µόνον όταν ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν στὴ ζωή τους.
Ἀναλογικὰ όλοι οἱ Χριστιανοὶ προσκρούουν σὲ αὐτὰ τὰ µεγάλα ἐµπόδια, δηλαδὴ στὴν ἀναγκαιότητα τῆς βιοτικῆς µέριµνας, στὸ µαγνητισµὸ τῆς κατοχῆς τοῦ πλούτου καὶ στὴ δύναµη τῶν ἀπαιτήσεων τῆς σάρκας. Ὁ κόσµος παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους µακριὰ ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, µέσα ἀπὸ τὶς φροντίδες καὶ τὶς µέριµνες. Αὐτὲς εἶναι παγίδες ποὺ ἐξαπατοῦν, παρουσιαζόµενες ὡς τὸ ἀπολύτως ἀναγκαῖο.
Ἕνας θέλει νὰ προσευχηθεῖ, ἀλλὰ ὁ νοῦς του εἶναι γεµᾶτος ἀπὸ τὶς φροντίδες γιὰ τὸ σπίτι ἢ τὴ δουλειά του. Ἄλλος θέλει νὰ πάει στὴν Ἐκκλησία νὰ λειτουργηθεῖ, ἀλλὰ προβάλλει µπροστά του ἡ ἀνάγκη τῶν οἰκονοµικῶν φροντίδων. Ἄλλος ἐπιθυµεῖ νὰ πάει γιὰ ἐξοµολόγηση, ἀλλὰ ἡ καθηµερινότητα δὲν τοῦ ἀφήνει χρόνο γιὰ αὐτό. Κι ἄλλος ποθεῖ νὰ ἀγωνιστεῖ, ἀλλὰ ὑποχωρεῖ µὲ εὐκολία στοὺς καθηµερινοὺς πειρασµούς. Ἔτσι περνᾶ ἡ µέρα χωρὶς προσευχή, περνᾶ ἡ Κυριακὴ χωρὶς Ἐκκλησία, περνᾶ ὁ χρόνος χωρὶς µετάνοια, τελειώνει ὁ βίος χωρὶς ζωή. Γιὰ τὴν ἐµµονὴ καὶ τὴν τελικὴ προτίµηση τοῦ ἀνθρώπου στὴ δύναµη τῶν γήινων καταστάσεων ποὺ ἀποτελοῦν µέγα ἐµπόδιο στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικὰ ότι ἡ πλεονεξία καὶ ἡ φιλαργυρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ ἡσυχάσει καὶ σπαταλᾶ τὸν ἑαυτό του προσπαθώντας νὰ ἀποκτήσει πλοῦτο. Κατὰ τὴν προσπάθειά του όµως νὰ ἀποκτήσει πλούτη, ὁ ἄνθρωπος ἀδικεῖ τὸν συνάνθρωπο καὶ ἔτσι ξεχνᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πρόσκλησή Του στὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας του, ποὺ παρέχει τὴν χαρὰ τῆς κοινωνίας.
Τελικὰ εἶναι φοβερὸ κακὸ ἡ ἄρνηση τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ, διότι εἶναι στὴν οὐσία ἐπιλογὴ ἄρνησης µετοχῆς µας στὴν ὄντως ζωή. Εἶναι στὸ χέρι µας νὰ ἀποδειχθοῦµε ἐκλεκτοὶ µὴ προσκολλώµενοι στὶς βιοτικὲς µέριµνες, οἱ ὁποῖες κρύβουν µέσα τους τὴν φθορὰ ποὺ ἀγκαλιάζουµε.
Ἄς µᾶς συνέχει, τέλος, ὁ ἀψευδὴς λόγος τοῦ Κυρίου «οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκληµένων γεύσεταί µου τοῦ δείπνου», ποὺ ὡς οἰκοδεσπότης τῆς ἀληθινῆς ζωῆς διασαφηνίζει τὴν προϋπόθεση τῆς µετοχῆς µας στὴν αἰωνιότητά Του, καὶ ἂς διαχειριστοῦµε τὴν πρόσκλησή Του καὶ τὶς προκλήσεις τῆς ζωῆς κατὰ τὴν ἀνάγκη µας.