Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα βλέπουμε να εκτυλίσσεται ένα θαύμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού για το δημιούργημά του, τον άνθρωπο. Κατά τη διάρκεια του επίγειου έργου του, ο Ιησούς περιόδευε τις πόλεις και τα χωριά διδάσκοντας και θαυματουργώντας. Ο Κύριος μόλις είχε προσεγγίσει την πύλη της πόλης της Ναϊν μαζί με το πλήθος που τον ακολουθούσε, συνάντησε μια πομπή να βγαίνει από την πόλη, συνοδεύοντας ένα νεκρό παιδί. Η μικρή πόλη βυθισμένη στη θλίψη. Μια χαροκαμένη μάνα να συνοδεύει το μονάκριβο παιδί της στην τελευταία του κατοικία. Ο χορηγός της ζωής συνάντησε το νεκρό. Ο νεκρός ήταν ένα νεαρό παιδί, όπως βλέπουμε από τη διήγηση και ο Κύριος τον παρέδωσε στη μητέρα του, αφού τον επανέφερε στη ζωή. Η μητέρα του παιδιού πρέπει να προερχόταν από πλούσια κι επιφανή οικογένεια, όπως φαίνεται από το μεγάλο πλήθος που την συνόδευε στην κηδεία.
«Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή και είπεν αυτή· μη κλαίε». Το μεγάλο πλήθος που συνόδευε τη χήρα φαίνεται πως το ‘κανε για χάρη της, λόγω της κοινωνικής της θέσης, αλλά και για το ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε με το θάνατο του μοναχογιού της. Η θλίψη των ανθρώπων γύρω της πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Κι αυτό πρέπει να έκανε μεγαλύτερη τη θλίψη της μητέρας και αύξησε τα δάκρυα απόγνωσης και τον οδυρμό της. Αν κι αναζητούμε άλλους για να μοιραστούν τη θλίψη μας, όταν ο θάνατος αποσπά βίαια κάποιον δικό μας άνθρωπο, η συμμετοχή τους συνεισφέρει πολύ λίγο στο να μειώσει τη θλίψη και τον πόνο μας. Όταν η αδυναμία παρηγορεί την αδυναμία, τότε κι η παρηγοριά θα ‘ναι αδύναμη. Όλοι όσοι παραστέκονται σ’ ένα νεκρό σώμα, κυριεύονται από ένα περίεργο συναίσθημα που δύσκολα εξωτερικεύεται. Κι αυτό είναι η ντροπή. Οι άνθρωποι όχι μόνο φοβούνται το θάνατο, αλλά και ντρέπονται γι’ αυτό. Η ντροπή αυτή είναι απόδειξη -πολύ μεγαλύτερη από το φόβο- πως ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας του ανθρώπου, λέει ο Άγιος Νικόλαος επίσκοπος Αχρίδος.
Γιατί, όμως, ο Κύριος λέει στη χήρα να μην κλαίει. Είναι δυνατόν να πεθαίνει το παιδί της και να μην δακρύζει; Είναι δυνατόν να μην απελπίζεται; Είναι ποτέ δυνατόν να χάσει κάποιος τον δικό του άνθρωπο και να μην κλαίει; Δηλαδή, αποδοκιμάζει ο Κύριος τον πόνο και τα δάκρυα; Ασφαλώς και όχι. Κάθε άνθρωπος είναι φυσικό να δακρύζει ενώπιον του μυστηρίου του θανάτου. Ο λόγος του Ιησού προς τη χήρα «μή, κλαίε» είχε άλλο νόημα. Την καλεί να σταματήσει να κλαίει, διότι είναι σίγουρος για το θαύμα της αναστάσεως που θα ακολουθήσει. Αυτή η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που εκείνη την ώρα αντικρύζει η χήρα μάνα. Ο ίδιος ο Χριστός δάκρυσε για το θάνατο του τετραημέρου και φίλου του Λαζάρου, όταν είδε τη Μαρία και τους συγγενείς της, να κλαίνε για το θάνατο του Λαζάρου.
Ο Χριστός ήρθε στιγμή που δάκρυσε έντονα. Όταν εισερχόταν ως θριαμβευτής και ο λαός τον υποδεχόταν με κραυγές, ο Ιησούς δεν χάρηκε αλλά έκλαυσε «Και ως ήγγισεν, ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ’ αυτή». Γιατί σε αυτή την περίπτωση δάκρυσε; Ο λόγος είναι διότι ως καρδιογνώστης των ανθρώπων γνώριζε το βάθος των ανθρωπίνων καρδιών, γνώριζε τις κρυφές τους αντιλήψεις, αντιλαμβανόταν ότι τον ήθελαν για κοσμικό βασιλιά. Και μετά από λίγες ημέρες αφού κατάλαβαν ότι ο σκοπός του Ιησού ήταν να υποταχθεί η ανθρωπότητα στο θεϊκό θέλημα, όπου σώζει πραγματικά τον άνθρωπο, φώναζαν το «σταύρωσον αυτόν».
Ο θάνατος, ο πόνος και η θλίψη εισήλθαν στη ζωή του ανθρώπου από την αμαρτία, από την παρακοή του ανθρώπου. Ο Θεός μας έπλασε για τη ζωή, φύτευσε μέσα μας τον πόθο της αθανασίας. Επέτρεψε ο Θεός το θάνατο για ένα λόγο. Το λόγο μας τον λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο θάνατος ως τίμημα της αμαρτίας είναι και αυτός ένδειξη της Θείας φιλανθρωπίας. Ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο, για να μη γίνει το κακό αθάνατο, όπως λέει ο Μεθόδιος Ολύμπου. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει:…και γίνεται φιλανθρωπία η τιμωρία…
Η σκηνή εξόχως συγκινητική και συγκλονιστική. Συνάντηση δύο συνοδειών. Συναντιόνται η συνοδεία της ζωής και η συνοδεία του θανάτου. Κέντρο της πρώτης συνοδείας ο Κύριος ημών Ιησούς, η ζωή και η ανάσταση των ανθρώπων. Κέντρο της δεύτερης Μια μάζα πονεμένων ανθρώπων Ο θάνατος νικήθηκε με το λόγο του Κυρίου «νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι», γιατί η ζωή άστραψε και τον κατέστρεψε.
Ζούμε μια νεκρανάσταση στο σημερινό ανάγνωσμα που ακούσαμε. Διαπιστώνουμε ότι ο Κύριος τηρεί τους λόγους του που υποσχέθηκε σε εμάς. Μας υποσχέθηκε ανάσταση των νεκρών με την Δευτέρα του Παρουσία, όπως διαβάζουμε στο Σύμβολο της Πίστεώς μας «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Αποτελεί δόγμα της πίστεώς μας η ανάσταση των κεκοιμημένων. Η πίστη μας είναι βασισμένη στον άδειο τάφο του Ιησού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, η μία και μοναδική, είναι Εκκλησία της Αναστάσεως, γιατί το βάρος το δίνει στην Ανάσταση. Όλες οι Κυριακές του χρόνου είναι αφιερωμένες στην Ανάσταση. Αυτό ακούμε στην Εκκλησία την Κυριακή μέσα από τα καθίσματα, τα αναστάσιμα ευλογητάρια, τους κανόνες, τους αίνους, τα εωθινά Ευαγγέλια. Μαρτυρούν την Ανάσταση του Σωτήρος.
Με το σημερινό ανάγνωσμα η Εκκλησία θέλει να μας διδάξει ότι ο Ιησούς είναι ο αληθινός Μεσσίας, ο σωτήρας και λυτρωτής των ανθρώπων. Το άλλο δίδαγμα είναι ότι με την ανάστασή του νίκησε το θάνατο και άνοιξε διάπλατα το δρόμο της αιώνιας ζωής. Αυτό ψάλλουμε το βράδυ της Αναστάσεως «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας. και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Να είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριος θα αναστήσει όλους τους νεκρούς. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά είναι μια γέφυρα, ένα πέρασμα προς την αιωνιότητα, προς την ατελεύτητο ζωή, προς τη ζωή που δεν χωρεί ούτε πόνος, ούτε θλίψη «Μετά των Αγίων ανάπαυσον, Χριστέ, την ψυχήν του δούλου (της δούλης) σου, ένθα ούκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλὰ ζωὴ ατελεύτητος».