Ἀφοῦ πρῶτα δοξάσουμε και ευχαριστήσουμε τον Αναστάντα Κύριο μας πού μᾶς φώτισε καί μᾶς ἀξίωσε νά ᾿ρθοῦμε στήν Ἐκκλησία μας και μάλιστα έπειτα από τόσο καιρό και μετά από τόσες δοκιμασίες γιά νά ζητήσουμε, τήν χάρη καί τήν εὐλογία Του, τήν δύναμή καί ὅτι ἀγαθό ἡ καλωσύνη Του θέλει νά μᾶς δώσει, ἄς ποῦμε λίγα λόγια ἀπό τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, γιά νά ὠφεληθοῦμε ψυχικά. Ὅπως ἔχουμε ἀνάγκη νά τρῶμε κάθε ἡμέρα, γιά νά ζοῦμε καί νά δυναμώνουμε, ἔτσι ἔχουμε ἀνάγκη νά ἀκοῦμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά νά καθαρίζουν οἱ σκέψεις μας καί τά συναισθήματά μας, καί νά παίρνει δύναμη ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, ἡ ψυχή μας, νά ἔχει πίστη καί νά ἀγωνίζεται γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν αἰώνια ζωή. Γιατί ἀλοίμονο στόν ἄνθρωπο πού θά τελειώσει τήν ζωή του καί δέν θά πάει στήν αἰώνια ζωή. Θά ἦταν καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθῆ. Θά ἦταν καλύτερα νά μήν εἶχε δοκιμάσει καμμία χαρά, νά μήν εἶχε δεῖ τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου. Τόσο ἀπελπιστική εἶναι ἡ κατάσταση τήν ὁποία ὁ Κύριος, Σωτήρας καί εὐεργέτης μας, ὀνομάζει κόλαση αἰώνια.
Κάθε τί πού μᾶς σπρώχνει νά ἀγωνιστοῦμε λίγο περισσότερο, λίγο πιό συνειδητά γιά νά πᾶμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στήν αἰώνια ζωή, εἶναι μία ἀπέραντης ἐκτάσεως εὐεργεσία. Καί ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μᾶς παρακινεῖ καί μᾶς σπρώχνει πρός τόν Χριστό, εἶναι μεγαλύτερος εὐεργέτης ἀπό ἐκεῖνον πού θά μᾶς δώσει ἑκατομμύρια καί πολλά ἐπίγεια ἀγαθά. Γιατί ὅλα αὐτά μιά ἡμέρα θά τελειώσουν καί θά πάψουν νά ἔχουν ἀξία, ἐνῶ τά πνευματικά ἀγαθά δέν θά πάψουν νά ἔχουν ποτέ ἀξία. Ἀντίθετα ἀπό τήν ἡμέρα πού θά πεθάνουμε καί θά πάψουν νά ἔχουν ἀξία τά ἐπίγεια ἀγαθά, μέρα μέ τήν ἡμέρα περισσότερο, στήν αἰώνια ζωή, θά καταλαβαίνουμε καί θά τό συνειδητοποιοῦμε τί μεγάλος πλοῦτος ἦταν ὅτι σταθήκαμε καί προσευχηθήκαμε, ὅτι νηστέψαμε λίγο γιά τήν ψυχή μας καί γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅτι πιέσαμε τόν ἑαυτό μας νά χαμογελάσουμε στόν ἐχθρό μας, πού μᾶς στενοχώρησε καί νά τόν συγχωρήσομε, ὅτι ἀγωνιστήκαμε γιά τόν ἔσω ἄνθρωπο, γιά τήν ψυχή μας.
Ακούσαμε στό Εὐαγγέλιο: Πῆγε ὁ Χριστός στήν Σαμάρεια, στόν τόπο πού ὁ πατριάρχης Ἰακώβ εἶχε φτιάξει ἕνα πηγάδι καί στάθηκε δίπλα στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Κατάκοπος περίμενε ὁ Χριστός, κάποιος νά περάσει, νά βγάλει νερό, νά τοῦ δώσει καί ἐκείνου νά πιεῖ. Περίμενε ὁ Κύριος τοῦ κόσμου ὅλου, νά περάσει κάποιος νά Τοῦ βγάλει νερό ἀπό τό πηγάδι.
Παντοδύναμος ἦταν, μποροῦσε ἅμα ἤθελε νά πεῖ: «Ἔλα νερό ἐπάνω». Καί ὅπως ἀνεβαίνει τό νερό θαυματουργικά σέ μερικές περιπτώσεις, ἔτσι θά γινόταν καί τώρα Δέν εἶπε λοιπόν ὁ Χριστός: «ἀνέβα νερό γιά μένα», γιά νά μᾶς δώσει ἕνα πρῶτο δίδαγμα καί νά μᾶς πεῖ: Μάθετε νά ἔχετε ὑπομονή. Μάθετε νά ἔχετε γλυκά αἰσθήματα.
Μάθετε νά βλέπετε τούς ἄλλους ἀνθρώπους γύρω σας σάν δικούς σας. Σάν ἀνθρώπους πού πρέπει νά τούς βοηθᾶτε καί νά σᾶς βοηθᾶνε.
Μάθετε νά μή τά θέλετε ὅλα ἐδῶ καί τώρα. Ἔρχεται ἡ ὥρα του γιά τό καθένα. Πότε πρέπει νά φᾶμε, πότε πρέπει νά πιοῦμε, πότε πρέπει νά παντρευτοῦμε, πότε πρέπει νά ἐργασθοῦμε, ὅλα ἔχουν τήν ὥρα τους. Περιμένετε μέ ὑπομονή καί μέ καλή καρδιά.
Καί νά, μετά ἀπό λίγο, πῆγε μία Σαμαρείτισσα γυναῖκα καί ἀφοῦ ἔβγαλε νερό, τῆς λέει ὁ Χριστός: «δός μοι πιεῖν». Οἱ Σαμαρεῖτες ὅμως τούς μισοῦσαν τούς Ἰουδαίους, καί γι' αὐτό ἡ Σαμαρείτισσα εἶπε:
-Καί πῶς ἐσύ Ἰουδαῖος μοῦ γυρεύεις νερό; Ἀφοῦ δέν μιλιόμαστε. Τῆς λέγει ὁ Χριστός:
-Ἄν ἤξερες ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού σοῦ μιλᾶ καί σοῦ ζητάει νερό, δέν θά ἔλεγες αὐτά τά λόγια, ἀλλά θά τοῦ ἔλεγες: «δός μου ἐσύ λίγο νερό». Καί θά σοῦ ἔδινε ἕνα ἄλλο νερό, πού ὅποιος τό πίνει δέν ξαναδιψάει στήν ζωή του ποτέ πιά.
Τοῦ λέει ἡ Σαμαρείτιδα:
-Ὑπάρχει κι ἄλλο νερό ἀπό αὐτό πού ξέρουμε καί βλέπουμε μές τό πηγάδι; Ποῦ θά τό βρεῖς αὐτό τό νερό; Ἕνα νερό ξέρω ἐγώ γιά νά πιῶ, κι ἕνα ψωμί γιά νά φάω. Τί εἶναι αὐτά πού μοῦ λές;
Τί φοβερό πρᾶγμα νά μή καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει νερό σωματικό, ὑλικό, καί ὅτι ὑπάρχει καί νερό πνευματικό. Τί φοβερό πράγμα νά συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα ψωμί καί ἕνα φαΐ γιά τήν κοιλιά καί γιά τό σῶμα καί νά μή θέλουμε νά τό καταλάβουμε , ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη καί ἀπό μιά τροφή πνευματική. Καί τί φοβερό ἀκόμα, ὄχι μόνο νά μή τό συνειδητοποιοῦμε ἀλλά νά τό σβήνουμε καί νά λέμε:
-Ὄχι, δέν ὑπάρχει ἄλλο. Αὐτό εἶναι τό νερό· ἐκεῖνο εἶναι τό ψωμί. -Καί τά ἀγαθά τά ψυχικά;
-Ἄσε με καημένε. Μέ τήν ψυχή καί μέ τήν αἰώνια ζωή... Αὐτό ἦταν ἡ Σαμαρείτιδα! Ἕνας ἄνθρωπος ἐντελῶς χωματένιος.
Ἀλλά ὁ Χριστός πού κατέβηκε γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἦλθε καί για αὐτή τήν χωματένια γυναίκα. Πού δέν ἦταν μόνο χῶμα, ἀλλά βρώμικο χῶμα, λάσπη, βοῦρκος... Ἐμεῖς μερικές φορές τέτοιους ἀνθρώπους τούς καταφρονοῦμε, τούς ἀποστρεφόμαστε, τούς ἀπεχθανόμαστε, συχαινόμαστε νά τούς μιλήσουμε. Ὁ Χριστός ὅμως, δέν ἔχει φίλους καί ἐχθρούς, ἔχει μόνο παιδιά του πού τά ἀγαπάει ὅλα καί τά καλά καί τά παραστρατημένα. Καί θέλει καί τά παραστρατημένα νά τά φέρει κοντά του στήν βασιλεία του. Γιά αὐτό, μιλώντας ὁ Χριστός στήν Σαμαρείτιδα, λέει ἕνα τροπάριο, χρησιμοποίησε τά πιό γλυκά λόγια πού εἶχε στό στόμα του καί στήν καρδιά του. Δέν τῆς εἶπε ἐκεῖνα πού τῆς ἄξιζαν, ἀλλά τῆς μίλαγε πάντοτε μέ τό χαμόγελο καί μέ τήν καλωσύνη.
Ἤθελε νά μᾶς πεῖ: ὅταν βλέπετε ἄνθρωπο χοϊκό, πού ἕνα νερό ξέρει, μία διασκέδαση, μία χαρά, μία εὐφροσύνη· ἐκείνη πού δίνει ἡ σάρκα καί τό σῶμα, μή συχαίνεσθε μήν ἀπογοητεύεσθε, μή βαριέστε, μήν κουράζεσθε. Ἀλλά κάνετε ὅτι μπορεῖτε καλύτερο, περισσότερο, μέ καλωσύνη ψυχῆς καί μέ ἐλπίδα, γιατί πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά σωθεῖ. Ξέρετε τί λέγει ἡ ἁγία Γραφή; Καλότυχος ἐκεῖνος πού θά σπρώξει ἕναν ἄνθρωπο στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός θά τοῦ τό ὑπολογίσει σάν νά ἔκανε πενταπλάσια καί δεκαπλάσια καλά ἔργα· σάν νά ἐργάστηκε σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο καί σάν τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν γῆ.
Γιατί; Γιατί τό νά σωθεῖ μία ψυχή καί νά πάει στήν Βασιλεία Του, εἶναι τόσο μεγάλο πρᾶγμα πού ὅ,τι ἁμαρτία κι ἄν ἔχει κάνει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, θά τοῦ τήν συγχωρήσει. Τόσο πολύ θέλει τήν σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν.
Νά ξαναγυρίσουμε στήν Σαμαρείτιδα. Πῆγε στήν Σαμάρεια ἡ γυναῖκα, καί εἶπε: «Ἐλᾶτε νά δεῖτε ἄνθρωπο πού μοῦ τά εἶπε ὅλα. Ὁ Χριστός εἶναι». Ἔτρεξαν οἱ Σαμαρεῖτες καί πίστευσαν πολλοί. Καί τῆς ἔλεγαν:
-Δέν πιστεύουμε πιά γιά σένα. Τό εἴδαμε μέ τά μάτια μας. Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου.
Καί ἡ Σαμαρείτιδα, αὐτός ὁ «βοῦρκος», πίστεψε στό Χριστό, ἔγινε ἀπόστολος καί δίδαξε τίς τέσσερις ἀδελφές της, ἴδια φάρα, ἴδια ποιότητα, ἴδια ζωή. Τίς ἔκανε καί κεῖνες χριστιανές. Εἶχε καί δύο παιδιά, τά ἔκανε καί κεῖνα χριστιανούς.
Καί ἦρθε καιρός, πού οἱ τέσσερες ἀδελφές της καί τά δυό παιδιά της μαρτύρησαν τήν ἴδια ἡμέρα γιά τόν Χριστό. Ἀπό πίστη στό Χριστό. Κηρύττοντας τό ὄνομά του σέ ὅλο τόν κόσμο. Ὅταν μαρτυροῦσε τό τελευταίο παιδί της, τό ὁποῖο ἀπό ἕνα ἐντελῶς κοσμικό πλάσμα εἶχε γίνει ἄγγελος στήν ψυχή πιστεύοντας στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἄγγελος τοῦ φώναξε ἄλλο ὄνομα. Τόν ὀνόμασε Φωτεινό. Φωτεινή ὀνομάσθη ἡ Σαμαρείτιδα καί Φωτεινός ὀνομάσθη ὁ γυιός της γιατί εἶχαν γεμίσει μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Τό ἐρώτημα τώρα εἶναι: Ἐμεῖς πού βαπτιστήκαμε καί εἴμαστε Χριστιανοί, πιστεύουμε στόν Χριστό; Ἀγωνιζόμαστε νά γινόμαστε «Φωτεινοί». Ἀξίζουμε νά μᾶς φωνάξει καί μᾶς ἄγγελος Κυρίου καί νά μᾶς πεῖ «Φωτεινούς» ἤ ἔστω νά μᾶς ἀλλάξει ἄγγελος Κυρίου τό ὄνομα καί ἀπό «Παντολέοντες» νά μᾶς πεῖ «Παντελεήμονες», ὅπως ὀνόμασε τόν ἅγιο Παντελεήμονα; Νά μᾶς δώσει ἕνα ὄνομα πού μᾶς καμαρώνει γιά τίς ἀνάλογες ἀρετές μας, ὁ Χριστός;
Αὐτά τά ἐρωτήματα πρέπει νά μᾶς ἀπασχολοῦν. Ὄχι «πότε, πότε», ἀλλά νά μᾶς ἀπασχολοῦν συχνά.
Ἄς παρακαλέσουμε τόν Χριστό, νά μᾶς φωτίζει νά κάνουμε πολλά καλά ἔργα, νά ἀγαπᾶμε πιό πολύ τόν Χριστό, ἀπό ὅτι μέχρι χτές καί σήμερα, νά νηστεύουμε λίγο περισσότερο, νά προσευχόμαστε λίγο περισσότερο, νά ἀγαπᾶμε καί νά συγχωροῦμε λίγο περισσότερο, γιά χάρη του. Ἀπό πίστη καί ἀγάπη σ᾿ αὐτόν. Ἀμήν.