Ἀκούσαμε στό ἅγιο εὐαγγέλιο, μιά πολύ ἁπλῆ ἱστορία.
Συνάντησαν τόν Χριστό δύο τυφλοί ζητιάνοι, πού ἐπιβίωναν μέ τήν ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἄκουσαν ὅτι ἐκεῖ κοντά περνᾶ ὁ Χριστός. Ἀμέσως, ἅρπαξαν τήν εὐκαιρία, καί χωρίς νά ὑπολογίσουν τό πλῆθος πού Τόν ἀκολουθοῦσε ἄρχισαν νά φωνάζουν: «Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Δαυΐδ λυπήσου καί μᾶς».
Ὁ Κύριος, φαίνεται νά τούς ἀγνοεῖ. Αὐτοί δέν παραιτοῦνται. Μπαίνουν μαζί Του, ἀπρόσκλητοι, στό σπίτι πού θά φιλοξενηθεῖ.
Καί ἐμπρός στόν Χριστό πού δέν Τόν βλέπουν, ἀλλά Τόν πιστεύουν, ἐπαναλαμβάνουν θερμότερη τήν ἱκεσία: «Ἰησοῦ, υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Τούς ρωτᾶ ὁ Κύριος, ὄχι γιά νά πληροφορηθεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά γιά νά διδάξει τούς παρευρισκόμενους: «πιστεύετε ὅτι μπορῶ νά κάνω αὐτό πού ζητᾶτε»; «Ναί Κύριε», ἀπαντοῦν.
Καί ὁ Χριστός τούς εἶπε μόνο δυό λόγια: «Νά γίνει σύμφωνα μέ τήν πίστη σας». Καί ἀμέσως βρῆκαν τό φῶς τους, ἀνταμοιβή τῆς μεγάλης πίστης τους.
Γιατί; Διότι ὁ Χριστός ὄντας παντοδύναμος Θεός πού δημιούργησε μέ σοφία τά πάντα, ὅλη τήν δημιουργία: τόν ἥλιο, τά ἄστρα, τούς ἀνθρώπους, τά ζῶα, μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες πού ἔχει ὁ κάθε ὀργανισμός, ἔχει τήν δύναμη, νά λέει κάτι και νά γίνεται.
Οἱ νόμοι τῆς φύσεως, ὅπως τούς ξέρομε, τούς μελετᾶμε καί τούς ἐπισημαίνουν οἱ ἐπιστήμονες, δέν εἶναι νόμοι γιά τόν Θεό. Εἶναι νόμοι γιά τήν φύση. Ὁ Θεός εἶναι πάνω ἀπό τούς νόμους. Καί σάν παντοδύναμος, ὅποτε θέλει τούς τροποποιεῖ ἤ τούς καταργεῖ. Καί ἄν ἐπιτρέπει κάτι κακό, εἶναι γιατί ἐμεῖς παθαίνομε μιά ἀλλοτρίωση. Ποιά εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση;
Νομίζομε ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος, μέ τά ἀγαθά του καί τίς ἀπολαύσεις του, εἶναι δικά μας. Καί ἅμα τά χορτάσομε, θά βροῦμε τήν εὐτυχία. Θά ἀποκτήσει νόημα ἡ ζωή μας. Κυττᾶμε νά ξεπεράσει ὁ ἕνας τόν ἄλλο στό: ποιός θά φάει περισσότερο, ποιός θά πιεῖ περισσότερο, ποιός θά διασκεδάσει περισσότερο, ποιός θά ἀπολαύσει τά πιό πολλά.
Ἀποτέλεσμα: Ἔχοντας τέτοιο φρόνημα, χάνομε τόν Θεό, τήν ψυχή μας, τόν ἑαυτό μας. Κάνομε τήν ζωή, τήν δική μας καί τῶν ἄλλων κόλαση, μέ τήν κακία μας.
Ἐπιτρέπει λοιπόν ὁ Θεός καί ἔρχονται τά προβλήματα. Οἱ ἀρρώστειες καί τά ἄλλα δυσάρεστα πού συναντᾶμε στή ζωή μας, γιά νά μᾶς ξυπνᾶνε. Νά καταλαβαίνουμε ὅτι εὐτυχία δέν εἶναι ἡ ἀπόλαυση. Ἀλλά εἶναι ἡ ζωή κοντά στό Θεό. Μέ τόν πόνο μαλακώνει ἡ καρδιά μας. Ἀπομακρυνόμαστε πιό εὔκολα ἀπό τό κακό. Κάτι τό πολύ σημαντικό γιατί ὅποιος κολλάει στό κακό καί δέν ξεκολλᾶ ἀπό ἐκεῖ ἡ καρδιά του, δαιμονοποιεῖται.
Πνευματικά, εἶναι χίλιες φορές προτιμότερο, νά καταλαβαίνομε ὅτι κάναμε λάθος καί νά μετανοοῦμε, ἔστω καί κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν ὅποιων δοκιμασιῶν, παρά μέσα στά ἀγαθά μας, νά ξεχνᾶμε τόν Θεό καί νά ἰσχυριζόμαστε, ὅτι μέ τό Εὐαγγέλιο στό χέρι δέν γίνεται προκοπή.
Συναισθανόμενοι λοιπόν, μέσα στόν πόνο, τά λάθη μας ἔχομε ἐλπίδα σωτηρίας. Ὁ πολυεύσπλαγχνος ὁ Θεός δέχεται ἀκόμη καί τόν ληστή, τόν τελώνη καί τήν πόρνη ὅταν δηλώνουν ὅτι ἔκαναν λάθος. Τόση εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία Του!
Τυφλοί, φωτίζοντες πολλούς . Γι’ αὐτό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά δοκιμάζονται οἱ δυό τυφλοί καί ὁ κωφός τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Ρωτᾶμε ἴσως: γιατί αὐτοί καί ὄχι κάποιοι ἄλλοι; Ἄς τό δεχθοῦμε μέ τήν βεβαιότητα ὅτι κάθε τί πού παραχωρεῖ ὁ Θεός, εἶναι πρός τό συμφέρον μας. Ἔπειτα τό μυαλό μας καί ἡ σοφία μας, δέν ἐπαρκοῦν νά ἐξιχνιάσουν τίς βουλές τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶπε ὁ Ἄγγελος στόν μέγα Ἀντώνιο, ὅταν μέ πολλή ταπείνωση ὑπέβαλλε ἕνα ἀνάλογο ἐρώτημα; «Τόν ἑαυτό σου πρόσεχε Ἀντώνιε. Αὐτά εἶναι κρίματα τοῦ Θεοῦ καί δέν σέ συμφέρει νά τά μάθεις».
Ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά κάνομε, εἶναι νά ἀνοίγομε τά μάτια μας γιά νά καταλαβαίνομε κάτι καλύτερο ἀπό τά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ὁ Χριστός ἄνοιξε τά μάτια τῶν τυφλῶν γιά νά δείξει ὅτι τό φῶς εἶναι δικό Του. Τό διαχειρίζεται ὅπως θέλει. Ὅποτε θέλει τό δίνει. Ἐμεῖς πρέπει νά τό καταλάβομε, ὅτι δέν μᾶς ἀρκεῖ τό φῶς πού ἔχομε ἀπό τά μάτια μας, ἀλλά χρειαζόμαστε καί ἕνα ἄλλο. Αὐτό μέ τό ὁποῖο βλέπομε τόν Θεό καί τά ἔργα Του.
Τελικά, ἐκεῖνο πού θέλει, εἶναι πάντοτε καρπός τῆς ἀγάπης καί τῆς καλωσύνης Του. Γιατί ἔπλασε τόν κόσμο ἀπό ἀγάπη, καλωσύνη καί εὐσπλαγχνία. ΓΕΝΟΙΤΟ.