ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Ὁ ἅγιος καί ἔνδοξος προφήτης Ἠλίας τόν ὁποῖο πανηγυρίσαμε εχθες, εἶναι ο ἁγιώτερος, ὁ πιό ἀφοσιωμένος, ἐκεῖνος πού δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους προφῆτες, ἀφοῦ ἔστειλε πύρινο ἅρμα καί τόν παρέλαβε στή Βασιλεία του ζωντανό. Ἀνελήφθη στόν οὐρανό μέ τό σῶμα του χωρίς νά γευθῆ τόν ἐπίγειο σαρκικό θάνατο.
Μιλώντας γι’ αὐτόν τόν ἐπίγειο ἀρχάγγελο, καί ὄχι ἁπλῶς ἄγγελο, τόν μεγάλο προφήτη Ἠλία, ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰάκωβος, λέγει: «Ὑπόδειγμα λάβετε ἀδελφοί, τῆς κακοπαθείας καί τῆς μακροθυμίας τούς προφήτας οἵ ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου. Ἰδού μακαρίζομεν τούς ὑπομένοντας» (Ἰακ. 5, 10).
Διαβάστε λέγει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος τήν ἱστορία τοῦ προφήτη Ἠλία καί θά δεῖτε ὅτι ἡ ζωή του πέρασε στήν κακοπάθεια καί στήν μακροθυμία. Καί θά διαπιστώσετε ὅτι τόν δόξασε ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς μακαρίζομε, τιμᾶμε καί θαυμάζομε τόν προφήτη Ἠλία καί ἐκείνους πού ξέρουν νά ὑπομένουν.
Τό μυστικό τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ ὑπομονή. Ὅλοι μας, ἔχομε μυαλό καί καρδιά. Σκεπτόμαστε πολλά πράγματα, δικά μας καί ξένα. Ἀλλά περισσότερο ἀπό ὅλα τό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας, τά ἀπασχολοῦμε γιά νά σκεπτόμαστε τούς φόβους μας, τά παθήματά μας, τόν πόνο μας, τίς ταλαιπωρίες μας, τίς δυστυχίες μας καί γενικά ὅτι πικρό φαρμάκι δοκιμάζομε πού μᾶς κάνει νά σκεπτόμαστε: «Θεέ μου, εἶναι ζωή αὐτή; Γλύκανέ μας Κύριε, λίγο τόν πόνο. Στεῖλε μας λίγο ἀπό τό ἔλεός σου. Ἔλα κοντά μας. Παιδιά σου εἴμαστε, σέ σένα πιστεύομε, μήν μᾶς ἐγκαταλείπεις, μήν μᾶς ἀφήνεις στά χέρια τοῦ διαβόλου καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων».
Νομίζομε ὅτι σ’ αὐτό τόν πόνο, σ’ αὐτά τά αἰσθήματα ἴσως εἴμαστε –αὐτό νομίζει ὁ καθένας- ὁ πιό ἀδικημένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Γιατί τόν δικό μας πόνο, τόν βλέπομε καί τόν αἰσθανόμαστε περισσότερο ἀπό ὅλων τῶν ἄλλων. Τῶν ἄλλων, προσπαθοῦμε νά τόν φαντασθοῦμε καί συνήθως, δέν τόν φανταζόμαστε καλά καί δέν τόν ζυγίζομε καλά. Ἐνῶ τόν δικό μας, τόν ζυγίζομε καί μάλιστα τόν ἀκριβοζυγίζομε· γιατί μᾶς πονάει.
Ὑπάρχει πόνος, πού προέρχεται ἀπό τό σῶμα.Πονᾶ τό χέρι, τό πόδι, τά κόκκαλα, ὁτιδήποτε ἄλλο...
Μά ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος πόνος, πιό πικρός ἀπό αὐτόν. Πικρός καί ἀνυπόφορος. Εἶναι ὁ πόνος πού δοκιμάζομε γιά τά προβλήματα τῶν δικῶν μας. Ἕνας πατέρας γιά τά προβλήματα τῶν παιδιῶν του. Μιά μητέρα γιά τά προβλήματα ἐκείνων πού γέννησε καί πόνεσε. Εἶναι βαρύτερος, ἀσήκωτος.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος πόνος, πού εἶναι μερικές φορές, μεγαλύτερος. Καί αὐτός εἶναι ὁ πόνος νά αἰσθάνεται ἕνας ἄνθρωπος πού ζεῖ στόν κόσμο ἀπομονωμένος. Ἀπομονωμένος ἀπό τήν στοργή· ἀπομονωμένος ἀπό τήν ἀγάπη. Ἀπομονωμένος ἀπό τό ἐνδιαφέρον τῶν ἄλλων. Νά αἰσθάνεται καί ἐγκαταλελειμένος ἀπό τόν Θεό. Νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἰδεολογικά, μέσα σ’ αὐτή τήν ἀπεραντωσύνη τοῦ κόσμου -ἕξι δισεκατομμύρια ἄνθρωποι- ὁλομόναχος.
Εἶναι μεγάλο τό παράπονο, βαθύς ὁ πόνος. Γιατί ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή, ἡ συμπαράσταση, τό χαμόγελο, ἡ καλωσύνη, ἁπαλύνει τά πάντα.
Ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας, δοκίμαζε στό διάστημα τῆς ζωῆς του, αὐτό τόν τραγικό πόνο. Καί ἔλεγε καί τό ξανάλεγε: «Ζηλῶν, ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ τῷ παντοκράτορι». Προσπάθησα νά γνωρίσω τόν ἀληθινό τόν Θεό. Νά τόν ἀγαπήσω. Νά τόν προσκυνήσω μέ ὅλη μου τήν δύναμη. Καί αἰσθάνομαι μόνος. Ὁλομόναχος. Μονώτατος. Καί νά ἦταν μόνο ἡ μοναξιά; Ἐπειδή πιστεύω στό Θεό «ζητοῦσι τήν ψυχή μου». Θέλουν νά μέ σκοτώσουν. Χιλιάδες ἄνθρωποι θέλουν τό κακό μου. Καί ζητοῦν νά μέ σκοτώσουν. Ἐάν ἐξετάσει κανείς αὐτά πού λέει ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας καί τά ὅσα γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη στή διήγηση τοῦ βίου του καί τῶν θαυμάτων του, καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας πέρασε τή ζωή του μέ πόνο.«Ὑπόδειγμα λάβετε κακοπαθείας». Ὄχι μόνο κακοπαθείας, ἀλλά καί μακροθυμίας, τούς προφήτας. Κακοπαθοῦσε ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀλλά ποτέ δέν ἐγόγγυζε. Ὑπέμενε καί περίμενε. Ποιόν περίμενε; Τόν Θεό. Καί ὅπως λέμε ἐμεῖς στήν παράκληση πρός τήν Παναγία: «τήν δέησιν ἐκχεῶ πρός Κύριον...», ἔτσι καί ὁ προφήτης Ἠλίας τίς θλίψεις του, τίς ἔλεγε μόνο στό Θεό. «Τήν δέησιν του ἐξέχεε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Καί ὁ Κύριος τί μᾶς λέγει;
Μᾶς λέγει πρῶτα ἀπ' ὅλα, ἐκεῖνο πού εἶπε στόν προφήτη Ἠλία ὅταν τοῦ παραπονέθηκε. -Ἔμεινα μόνος μου Κύριε!
-Λάθος Ἠλία, λάθος! Τά μάτια τά δικά σου, δέν βλέπουν τόσο καλά. Μήν εἶσαι τόσο ἀπαισιόδοξος καί τόσο στενόκαρδος. Δέν εἶσαι μοναχός σου. Εἶναι 7.000 ἀκόμη.
Γιά φαντασθεῖτε! Μονώτατος ἔλεγε. Ἕνας, ὁλομόναχος. Καί ὁ Θεός τοῦ λέγει: Εἶναι ἄλλοι 7.000. Γιά μάζεψέ τους ὅλους μαζί νά δεῖς τί εἶναι. Λαοθάλασσα, εἶναι 7.000 ἄνθρωποι. Καί εἶναι σάν καί σένα. Δυνατοί, ἀκλόνητοι, δέν τούς ἐπηρέασαν· οὔτε τά διατάγματα τοῦ Ἀχαάβ, οὔτε ἡ εἰδωλολατρεία πού πλημμύρισε, οὔτε ἡ ἁμαρτία πού καταμαγάρισε τήν οἰκουμένη. Τίποτε δέν τούς ἐπηρέασε. Στέκουν ἐπί τήν πέτραν. Τήν πέτραν τῆς πίστεως. Ἐπί τήν πέτραν τήν ἀσάλευτον. Καί μένουν ἀμετακίνητοι.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πρός τόν προφήτη Ἠλία, κρύβει καί κάτι ἀκόμη γιά μᾶς. Ξέρετε τί;
Μή κοιτάζεις μόνο ἔξω, γύρω σου. Νά γυρίσεις καί νά ρίξεις ἕνα βλέμμα μέσα σου. Νά ἐξετάσεις:
Ποιό εἶναι τό ψυχικό σου περιεχόμενο; Πῶς εἶναι ἡ ζωή σου;
Μήπως αὐτά πού σοῦ συμβαίνουν χρειάζονται, γιά νά βάλεις μυαλό καί νά διορθωθεῖς; Μήπως ἔχεις κάνει λάθη καί γιά τά ὅσα σου συμβαίνουν φταῖς ἐσύ καί ὄχι οἱ ἄλλοι. Μήπως τό κατάντημά σου, προέρχεται ἀπό δικές σου πράξεις; Μήπως φταῖς μέ τίς ἁμαρτίες σου;
Καί εἶναι ἀνάγκη νά σέ πιάσει ὁ Θεός λίγο ἀπό τό ἀυτί, γιά νά σοῦ γυρίσει τό νοῦ, τήν καρδιά, τήν σκέψη σέ κάτι τό ἀνώτερο ἀπό τό πῶς πᾶνε τά οἰκονομικά, τό σπίτι καί ἡ ὑγεία;
Πόσο θά μᾶς ὠφελοῦσε νά κάναμε ποτέ-πότε αὐτή τήν σκέψη!
Ἀλλά ἐκεῖνα πού ἔγιναν στόν προφήτη Ἠλία, μποροῦν ὅταν τό θέλομε νά γίνουν καί σέ μᾶς. Ὁ Θεός δέν εἶχε ἰδιαίτερες συμπάθειες στόν προφήτη Ἠλία. Ἀλλά εἶναι γενικά φιλάνθρωπος, οἰκτίρμων καί ἐλεήμων. Ἀνάλογα στόν καθένα μας, μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τήν πίστη στό Θεό, μέ τήν ἀφοσίωση στό Θεό, μέ τήν κακοπάθεια καί μέ τήν μακροθυμία. Δηλαδή μέ τόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζομε τήν κακοπάθεια, τήν φυσική κακοπάθεια στή ζωή μας. Παράδειγμα: Τώρα στεκόμαστε ὄρθιοι στήν Ἐκκλησία, γιά νά παρακολουθήσομε τήν ἀκολουθία καί νά ἀκούσομε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού φαινομενικά βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ ἱερέως, ἀλλά στήν πραγματικότητα τό θέλομε καί τό ἐπιθυμοῦμε νά μιλάει διά μέσου τοῦ στόματος τοῦ ἱερέως, τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἴδιος ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἅπλωσα τά χέρια μου, καί ἁπλώνω τά χέρια μου, ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ. Καί παρακαλῶ τό λαό μου μέσῳ τῶν δούλων μου νά γυρίσουν κοντά μου».
Νά μιά κακοπάθεια, πού θέλει μακροθυμία. Καί γι’ αὐτή θά ἔχομε τόν μισθό τῆς κακοπάθειας καί τῆς μακροθυμίας τοῦ ἁγίου καί δικαίου προφήτη Ἠλία. Μέ τό χαμόγελο λοιπόν στήν Ἐκκλησία. Ὄχι μέ πικρή καρδιά.
Μακάρι καί σέ μᾶς, στόν καθένα μας, νά συμβεῖ αὐτό τό μεγαλεῖο τῆς πίστεως, πού συνέβη στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου καί μεγάλου προφήτη Ἠλία.
Ὁ Θεός μέ τήν δύναμή του καί μέ τήν σοφία του, παρεμβαίνει καί ἀμοίβει τήν πίστη καί τήν ὑπομονή, τήν ταπείνωση καί τήν ἀφωσίωση τῶν δούλων του.
Ἀνακουφίζει τή ζωή τους καί τήν γεμίζει μέ τήν παρουσία του καί τήν χάρη του. Μέ τό ἔλεός του, τήν ἀγάπη του καί τήν προστασία του.
Μόνο ἐμεῖς ἄς μιμούμεθα ὅσο μποροῦμε περισσότερο τόν ἅγιο καί δίκαιο προφήτη Ἠλία τόν τόσο ἀγαπητό στό Θεό.
Πού τό εἶχε καταλάβει ὅτι πρέπει νά ἔχει μακροθυμία, ἀφοσίωση καί ἐμπιστοσύνη στό Θεό. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τόν δόξασε.
Ἐμεῖς πάντα κοντά του, μιμητές του, στά ἴχνη του. Καί ἀκολουθώντας τον, νά ἀξιωθοῦμε νά ἔχομε τήν μεγάλη προστασία τοῦ Κυρίου μας. Ἀμήν.-