Μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι μοναδική η περίπτωση του αειμνήστου Ηλία Παναγουλάκου, που φανερώνει το στενό πνευματικό δεσμό αρρώστου με την Μονή της “Γιάτρισσας”. Από τις πολλές επιστολές, που κατά διαφόρους καιρούς, έχουν σταλεί και μέχρι σήμερα στέλνονται στο Μοναστήρι από διαφόρους ξενιτεμένους και φυλάσσονται στα αρχεία της Μονής, σαν μία ζωντανή και αδιάψευστη Ιστορία, φαίνεται ο βαθύς και δυνατός δεσμός πολλών χριστιανών με το Μοναστήρι. Σ' αυτές περιγράφουν τη βοήθεια της Παναγίας, σε δύσκολες περιπτώσεις ασθενειών των ιδίων ή συγγενών τους. Τις επιστολές αυτές τις έχουν γράψει με το χέρι και με τις πτωχές ή πλούσιες γραμματικές τους γνώσεις, είναι όμως περίσσευμα της γεμάτης πίστεως καρδιάς τους. Με αυτές στέλνουν την ευγνωμοσύνη τους, τις ευχαριστίες τους και το δώρο τους στην Παναγία.
Άλλοι από τους ξενιτεμένους στέλνουν επιστολές και παρακαλούν να γίνει μια παράκληση στην Εικόνα της Παναγίας ή μια λειτουργία ή να αναφθή μια λαμπάδα στη “Χάρη της”. Όλα αυτά για κάποιον άρρωστο, για κάποια δυσκολία που περνούν ή στενοχώρια που δοκιμάζουν. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα δεν έχουν ποτέ επισκεφθεί το Μοναστήρι. Απλώς έχουν ακούσει διηγήσεις άλλων γι αυτό. Στις επιστολές αυτές, που έχουν γραφεί, ως επί το πλείστον, από απλούς ανθρώπους, χωρίς πολλές γραμματικές γνώσεις μιλάει η καρδιά. Αυτή υπαγορεύει και από το περίσσευμά της γράφει το χέρι. Έχουν γραφεί από ψυχές πονεμένες σε στιγμές πόνου, που καίεται η καρδιά και ζητάει τη δροσιά από τον Ιησούν και την Παναγία Μητέρα του. Στις ώρες, που παγώνει ο άνθρωπος από την κακοήθεια, τη σκληρότητα, την αστοργία και την αχαριστία των συνανθρώπων του ή και την ανθρώπινη αδυναμία τους να τον βοηθήσουν αποτελεσματικά αναζητάει τη θέρμη της θείας αγάπης της Μεγάλης Μητέρας, της Παναγίας. Τότε κουρασμένος ο νους αφήνει ελεύθερη την καρδιά να μιλάη ειλικρινά με τον Πλάστη της και Δημιουργό της.
Αν μας συγκινούν οι επιστολές εκείνων, που από τα ξένα γράφουν, με δυνατή πίστη και πολλή ευλάβεια προς την “Παναγία τη Γιάτρισσα”, εξ ίσου και πολύ περισσότερο μας συγκινεί η παρουσία πολλών επισκεπτών στη Μονή ορισμένες ημέρες του καλοκαιριού. Άνθρωποι κάθε τάξεως από διάφορα μέρη φθάνουν στη κορυφή αυτή του Ταϋγέτου. Σήμερα μεν φθάνουν εκεί επάνω με αυτοκίνητο μέχρι την αυλή της Μονής, παλαιότερα δε εβάδιζαν με τα πόδια, περπατώντας πολλά χιλιόμετρα, μέσα από χαράδρες, απόκρημνους βράχους και επικίνδυνα μονοπάτια, μέχρι να φθάσουν στο Μοναστήρι. Και όταν έφθαναν στο τόπο του Μοναστηριού δεν εύρισκαν την απαιτούμενη από τον κόπο και την ιερότητα του χώρου περιποίηση και σχετική ανάπαυση. Δεν υπήρχαν τα στοιχειώδη: ένας καφές, ένα γλυκό, ένα ποτήρι κρύο νερό και αν ευρίσκοντο, έλειπαν οι άνθρωποι να τα προσφέρουν. Παρά ταύτα πολύς λαός έτρεχε να προσκυνήση την Παναγία.
Ελπίζουμε με όσα γίνονται τις ημέρες μας, στο Μοναστήρι για τον ανακαινισμό του και τη θρησκευτική αξιοποίησή του να μπορέσει να καταστεί σε λίγο καιρό, ένα τέλειο θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο, για να βρίσκουν πλούσια ψυχική και σωματική ξεκούραση όλοι εκείνοι που θα την αναζητούν προστρέχοντες σ’ αυτό.
Το Μοναστήρι της “Γιάτρισσας” δέχεται τους θερινούς μήνες και κυρίως τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο πολλούς προσκυνητές. Ιδιαίτερα το επισκέπτονται πολλοί τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου, όπου συμπίπτει και η εορτή “το Γενέσιον της Θεοτόκου” (8 Σεπτεμβρίου) επ’ ονόματι του οποίου τιμάται ο Ναός. Πολλοί φθάνουν σ' αυτό ξυπόλητοι ή και γονατιστοί, περπατώντας σταθερά πάνω σε μυτερά χαλίκια και μέσα από καλοκαιρινά αγκάθια, σαν να βαδίζουν σε μαρμαρόστρωτους δρόμους. Αισθάνονται βαθειά ικανοποίηση και ψυχική ξεκούραση, γιατί τους αξίωσε η Παναγία να εκπληρώσουν το τάμα τους. Τη γλυκειά αυτή εσωτερική ικανοποίηση δεν μπορεί να την αισθανθή κανείς άλλος παρά μόνο εκείνος που κατορθώνει, ελεύθερα και με την αγάπη και την ευγνωμοσύνη στην Παναγία και όχι από συμφέρον, υπολογισμό και φόβο, να εκπληρώνη τις υποσχέσεις, που δίδει σ’ Αυτή, σε στιγμές ψυχικής ανατάσεως ή ανθρώπινης αγωνίας.
Συγκινητικές εικόνες βλέπει εκείνος που για πρώτη φορά βρίσκεται στο Μοναστήρι στη γιορτή της Παναγίας. Διάφορα πρόσωπα άνδρες, γυναίκες, νέοι, γέροι και μικρά ακόμη παιδιά, βαστάζοντας στα χέρια τους, σαν βακτηρία παρηγοριάς και ελπίδας, μια λαμπάδα μέχρι το “μπόϊ” το δικό τους ή κάποιου συγγενή τους, φθάνουν μπρος την Εικόνα της Παναγίας. Κατάκοπη η απλοϊκή Χριστιανή αφήνει από την πλάτη της στα σκαλοπάτια της Εκκλησιάς το δοχείο με το λάδι, που φέρνει από το μακρυνό χωριό της, για τα καντήλια της “Γιάτρισσας”, με τη θερμή επιθυμία και προσευχή να λάβει απ' αυτή έλαιον αγαλλιάσεως και ψυχικής ευφροσύνης.
Στο Μοναστήρι αυτό δεν φθάνουν τουρίστες, μήτε άνθρωποι, που χωρίς σκοπό και από συνήθεια και μόδα επισκέπτονται τα Μοναστήρια. Εδώ φθάνει ο πατέρας και η μητέρα του ξενιτεμένου παιδιού, για να φέρουν το δώρο, που έστειλε ο γυιός, ή η κόρη από τη ξενιτειά. Καταφθάνουν βαθειά συγκινημένοι οι ευρισκόμενοι για λίγο καιρό στην Πατρίδα ξενιτεμένοι, που από μικρά παιδιά είχαν να επισκεφθούν το Μοναστήρι που το ξέρουν με το όνομα “Παναγία η Γιάτρισσα”. Έρχονται τα νεαρά ανδρόγυνα να αφήσουν τις λαμπάδες του γάμου τους στην Εικόνα της Παναγίας, για να έχουν την ευλογία της για κάθε προκοπή.
Κατά την μεγάλη, για το Μοναστήρι της Γιάτρισσας, ημέρα της εορτής της Γεννήσεως της Παρθένου Μαρίας αναπέμπονται πολλαί δεήσεις. Τελείται παννύχιος αγρυπνία. Οι προσευχές όλων των προσκυνητών είναι θερμές και ποτισμένες με δάκρυα κατά την λιτάνευση της θαυματουργού Εικόνας πέριξ του Ναού, και κυρίως, όταν οι ψάλται ψάλλουν την ικετήριoν δέησιν:
“Θεοτόκε η ελπίς πάντων των χριστιανών σκέπε, φρούρει, φύλαττε τους ελπίζοντες εις Σε”.
Περισσότερα δάκρυα προσφέρουν εις την Θεοτόκον οι σύζυγοι που έχουν στερηθεί το μεγάλο αγαθό γι' αυτούς, το θησαυρό της ευτυχίας τους, που είναι το παιδί. Αν και η ατεκνία δεν είναι όνειδος δια τους χριστιανούς, όπως ήταν δια τους Ιουδαίους, δεν κρύπτουν τον πόνον τους, που προέρχεται από την ατεκνία. Ζητούν από την, κατά χάριν, Μητέρα του ανθρωπίνου γένους, την κόρη του Ιωακείμ και της Άννας και Μητέρα κατά σάρκα, του Σωτήρος Χριστού, να τους χαρίση ένα παιδί.
Ακούουν με κατάνυξη και συγκίνηση το ψαλλόμενον Κοντάκιον της εορτής: “Ιωακείμ και Άννα ονειδισμού ατεκνίας... ηλευθερώθησαν Άχραντε, εν τη αγία γεννήσει σου” και την επομένην της εορτής, την ημέρα την αφιερωμένην εις τιμήν των θεοπατέρων γονέων της Μαριάμ ακούουν και πάλιν να ψάλλουν οι ψάλτες “Ευφραίνεται νυν, η Άννα της στειρώσεως, λυθείσα δεσμών, και τρέφει την Πανάχραντον” και αναπτερώνονται η πίστη και η ελπίδα ότι ο Ουράνιος Σωτήρ ο Υιός της Παρθένου, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, θα τους εκπληρώση τους πόθους. Δίδουν την υπόσχεση στην Παναγία ότι το παιδί που θα τους χαρίση θα το δωρίσουν σ’ Αυτή, βαπτίζοντάς το στο Μοναστήρι της. Και τούτο γίνεται με πολλούς εις ένα από τα επόμενα χρόνια. Φθάνουν στο Μοναστήρι κρατώντας στα χέρια τους το δώρο που τους χάρισε η Μητέρα πάντων των ανθρώπων, το παιδί, το προσφέρουν στην Εικόνα και το βαπτίζουν στο βαπτιστήρι της Παναγίας. Πράγματι πόσα τέτοια πνευματικά παιδιά έχει η Παναγία η Γιάτρισσα! Χαίρεται και τα ευλογεί, όταν φθάνουν ως νέοι ή νέες, στην Εκκλησία, που δέχθηκαν το πρώτο Μυστήριο, το βάπτισμα, στο σπίτι της. Χαίρεται όταν βλέπει να την ενθυμούνται, όταν αναπτύσσονται ως νέοι, προοδεύουν σαν οικογενειάρχες και κυρίως σαν καλοί χριστιανοί.
Ο ευσεβής αυτός και ευγενικός λαός με τις συγκινητικές αυτές εκδηλώσεις της πίστεώς του στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του, γίνεται ο πρακτικός διδάσκαλος των αρχόντων της Πολιτείας και της Εκκλησίας, της Επιστήμης και του Πλούτου. Γι’ αυτό το λαό επαναλαμβάνει ο Κύριος τα όσα είπε για τον Ρωμαίο Εκατόνταρχο, επαινώντας την πίστη του: “Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον”.
Αν ήταν δυνατόν να μάζευε κανείς τους στεναγμούς, που έχουν βγει από τις καρδιές των πολλών χιλιάδων πιστών, που σε διάφορους καιρούς, επισκέφθηκαν το Μοναστήρι της “Γιάτρισσας” και να συγκέντρωνε τα δάκρυα που έχουν χυθεί μπρος την Εικόνα της Παναγίας θα εσχημάτιζε με τους στεναγμούς πυκνά νέφη, και με τα δάκρυα πολλά ποτάμια. Και αν είχε κάποιος την ικανότητα να άκουε τις κρυφές συζητήσεις και τις προς την Παναγία μυστικές παρακλήσεις των πονεμένων, που απευθύνουν στην Παναγία, με πονεμένη καρδιά, με δακρυσμένα μάτια, με τρεμουλιαστά και φλογισμένα από τον πόνο χείλη, θα έγραφε πολλούς τόμους βιβλίων, θα έφραζε δε μ’ αυτά τα στόματα των απίστων, που θέλουν τον άνθρωπο δίποδο ζώο και κατώτερο του ζώου, χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα, χωρίς πίστη στο Θεό και επικοινωνία με τον ουρανό.
Φοβερό τούτο, να θέλουν δηλαδή, να κάμουν τον άνθρωπο, αιώνιο οδοιπόρο και ναυτικό του παρόντος βίου, του πολυκύμαντου πελάγους, χωρίς σταθμούς αναπαύσεως, χωρίς λιμάνια ανεφοδιασμού, χωρίς πηγές αναψύξεως, χωρίς πυξίδα και χάρτη προσανατολισμού. Όλα αυτά που του δείχνουν διαρκώς από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Ω! μεγαλυτέρα δυστυχία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει για τον άνθρωπο απ’ αυτή, που προσπαθούν να του προκαλέσουν οι άπιστοι, με τη λυσσώδη μανία τους να του σκοτώσουν την πίστη. Για τους άθεους ισχύει το αιώνιο ερώτημα του μεγάλου Άγγλου Ποιητού, Σαίξπηρ “να ζη κανείς ή να μη ζη;” και η απάντηση που πρέπει να δίνεται στις θεωρίες των αθέων περί ανθρώπου, είναι, κάλλιο να μη ζη, εφ όσον η επίγεια ζωή είναι, για κάθε θνητό, ποτισμένη με ιδρώτα, μόχθο, δάκρυα, πόνο, αίμα και άλλα πλείστα δεινά και τέλος καταλήγει στο μηδέν, όπως πιστεύουν και διδάσκουν οι άθεοι, κάθε εποχής και ιδιαίτερα οι υλιστές και άπιστοι της εποχής μας. Όχι! Τούτο είναι τρέλλα. “Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός”. Είναι κατάρα του Ουρανού για τη Γη.
Σ’ όλους αυτούς τους εξολοθρευτές των πνευματικών θεμελίων του ανθρώπου απαντά έμπρακτα το ανώνυμο αυτό πλήθος των προσκυνητών της “Γιάτρισσας”, που κάθε χρόνο υποβάλλεται σε κόπους και έξοδα, για να φθάσει εκεί ψηλά στον Ταΰγετο, στο Μοναστήρι της Παναγίας, που τον βοηθάει ν’ ανέβη ψηλά ψυχικά, σε συνάντηση και συνομιλία με τον Πανάγαθο Θεό.
Η παρουσία όλων αυτών στο Μοναστήρι για προσκυνητικούς σκοπούς, που με διάφορους τρόπους εκδηλώνουν, λέγει στους θρησκευτικά αδιάφορους και τους απίστους: “Αύτη η Πίστις των Αποστόλων, αύτη η Πίστις των Πατέρων, αύτη η Πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η Πίστις την Οικουμένην εστήριξεν”. Αυτή και η δική μας Πίστη, που κανένα Κήρυγμα δικό σας δεν μπορεί να κλονίση. Και στη Παναγία υπόσχονται, “ου σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι... ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σου· σους γαρ δούλους σώζεις αεί, εκ παντοίων δεινών”.
Χαιρετίζουν με τον χαιρετισμόν “Χαίρε Θεοτόκε, η χαρά η εμή, χαίρε κρήνη τας ιάσεις προχέουσα, χαίρε Γιάτρισσα σωμάτων και ψυχών”.
Για τα έργα που έχουν γίνει και γίνονται στο Μοναστήρι της Γιάτρισσας δεν γράφουμε τίποτα. Ένα μόνο λέγομε ότι με τη βοήθεια της Παναγίας και την ενίσχυση πολλών χριστιανών που έχουν πνευματικό δεσμό με την Γιάτρισσα έχουν γίνει πολλά έργα. Γι' αυτά ας μιλάνε αυτοί που γνωρίζουν το Μοναστήρι και συνδέονται μ' αυτό από πολλά χρόνια. Επιθυμώ μόνο να κάμω γνωστό εις κάθε χριστιανό ότι αρχίσαμε την ανέγερση νέου μεγαλοπρεπούς Ναού, αφού βεβαίως μένει όπως είναι η παλαιά εκκλησιά, με ωρισμένες επισκευές που θα γίνουν. Αποφασίσαμε και εθέσαμε σε ενέργεια την ανέγερση μεγάλου Ναού, που η δαπάνη του θα φθάση πολλά εκατομμύρια, κατόπιν της υποδείξεως πολλών που σαν παράπονο άκουα να μού λέγουν! “Σεβασμιώτατε, εκάνατε ωραία κελλιά για τους προσκυνητές και τους επισκέπτες. Το σπίτι της Παναγίας όμως δεν το φτιάξατε. Αποτελεί παραφωνία στο κέντρο των νεοκτίστων κελλιών”. Τους απαντούσα “Δίκαιο έχετε· εσκέφθηκα να κάμω πρώτα δωμάτια να μένουν τα παιδιά της Παναγίας, οι χριστιανοί, να μη κρυώνουν, να βρίσκουν ένα κρεββάτι και μία κουβέρτα να κοιμηθούν. Τα δε παιδιά της Παναγίας ασφαλώς θα θελήσουν, μαζί με τον Δεσπότη, να φτιάξουν καλό σπίτι της Μητέρας τους, της Παναγίας. Αυτό λοιπόν θα φτιάξουμε τώρα όλοι μαζί, ώστε σύντομα να το χαρεί η Παναγία και όλα τα παιδιά της, οι χριστιανοί”. Στους αιώνας των αιώνων, θα ακούεται μέσα σ' αυτόν “των μακαρίων και αειμνήστων κτιτόρων της Αγίας Εκκλησίας ταύτης, αιωνία η μνήμη”.