Μια γλαφυρή και συγκινητική περιγραφή από τον ευθυμογράφο Σταμάτη Σταματίου (1845-1946), γνωστό ως Σταμ Σταμ, με τίτλο «Πως τον πρωτογνώρισα», μας εξιστορεί ένα αληθινό περιστατικό από κάποια Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη. Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ακρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του.
Διηγείται:
«…άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας άνθρωπος, μάλλον υψηλός, κακοντυμένος, με υποκάμισο ζουλισμένο στο λαιμό, χωρίς γραβάτα, με ρούχα οπωσδήποτε απεριποίητα και μακρύ επανωφόρι τριμμένο. Παρά τη φτωχική εμφάνιση, τα γένια του και τα απεριποίητα μαλλιά του, το μελαψό του πρόσωπο ήτανε κόκκινο στα μάγουλα, κι από τα μάτια του έσταζε μια γλύκα. Εμπήκε συνεσταλμένος και δειλός.
— Ο κύριος Σταματίου;
Ενόμισα πως ήταν κανένας από τους φτωχούς που συστημένοι εις εμέ από τη διαχείριση, ήρχοντο να πάρουνε σημείωμα για να εισπράξουν το χριστουγεννιάτικο βοήθημά τους.
— Εγώ είμαι, του απήντησα, αλλά καθίστε μια στιγμή, σας παρακαλώ, να τελειώσω κάτι που γράφω εδώ και αμέσως θα σας διευκολύνω.
Εκάθισε σκυφτός με γυρμένο το κεφάλι και κοίταζε διαρκώς το πάτωμα.
— Ο κακομοίρης, σκέφθηκα, φτώχεια μεγάλη θα ’χει!
Και τον κοίταζα με βλέμμα πονεμένο και μια συμπάθεια μεγάλη που έφτανε μέχρι συγκινήσεως.
— Ορίστε, του είπα, άμα ετελείωσα.
— Με ζητήσατε;
— Όχι, εγώ δεν σας ζήτησα, αλλά ξέρω γιατί ήρθατε και θα τελειώσω αμέσως τη δουλειά σας.(…)
Για να κανονίσω το ποσόν όπου θα έπαιρνε, ηθέλησα να μάθω τα μέλη της οικογενείας του.(…)
Για να τον βοηθήσω περισσότερο, εσκέφθηκα να κάμω μία πλαστογραφία. Να συμπεριλάβω ως συγκατοικούσας εις τας Αθήνας με αυτόν και τας αδελφάς του και έκαμα μίαν απόδειξη για τριάκοντα δραχμές.
— Λαμβάνεις τον κόπο, του είπα, να περάσεις από το λογιστήριο.
Ευχαρίστησε ψιθυριστά, σαν φοβισμένος και συνεσταλμένος πάντοτε, σηκώθηκε, αλλά σαν να κοντοστεκότανε.
— Κι αυτά τί να τα κάμω; Δεν τα θέλετε;
Και μου έδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πως ήταν πιστοποιητικά απορίας.
— Κράτησέ τα, του είπα, εμάς δεν μας χρειάζονται.
Εσείστηκε, λυγίστηκε ολίγο, έκανε, σκυφτός, να φύγει, ξαναγύρισε.
— Τότε αφού δεν σας χρειάζονται αυτά, εγώ με τι δικαίωμα θα πληρωθώ;
— Δεν πειράζει, αρκούμεθα εις τον λόγον σας. Χριστούγεννα είναι τώρα.
— Ναι, αλλά αν δεν πάρετε αυτά, εγώ δεν μπορώ να πάρω χρήματα.
— Μα δεν τα παίρνετε εσείς τα χρήματα, σας τα δίνουμε εμείς!…
— Ε, τότε, πάρτε κι εσείς ετούτα που μου τα ζητήσατε.
Και τα άφησε σιγά και μαλακά απάνω στο τραπέζι. Εσκέφθηκα, μήπως του ζήτησε τίποτα πιστοποιητικά το λογιστήριο.
— Μα τι είναι, επιτέλους, αυτά, του λέω, που πρέπει απαραιτήτως να τα πάρουμε;
— Το διήγημα των Χριστουγέννων, που μου εζητήσατε.
— Το διήγημα των Χριστουγέννων… και ποιος είστε εσεις;
— Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
— Ο ίδιος;
— Ο ίδιος και ολόκληρος!
Έπεσε το ταβάνι και με πλάκωσε, η πέννα έφυγε από τα χέρια μου, όλα εκεί μέσα, καρέκλες, βιβλία, εφημερίδες, σαν να στροβιλίστηκαν γύρω μου και έκανα ώρα να συνέλθω.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αυτός ο πρίγκηψ των Ελλήνων λογογράφων, που τον φανταζόμουνα ακτινοβολούντα, γελαστόν, ωραίον, καλοντυμένον, ευτυχή, γεμάτον εγωισμόν, αέρα και μεγαλοπρέπεια, αυτός!…
Αυτός ο μαλακός, ο καλός, ο δειλός, ο φοβισμένος και τσαλακωμένος άνθρωπος, που στεκότανε με συστολή μαθητού επιμελούς, εκεί ενώπιόν μου!(…)
Του έσφιξα το χέρι, χωρίς να ημπορώ ούτε μια λέξη να προφέρω. Από την ταραχή μου και τη σαστιμάρα μου ούτε το φως δεν άναψα. Αισθάνθηκα ένα τρεμουλιαστό χέρι να σφίγγει το δικό μου και τον έχασα μέσα στο σκοτάδι...
Έμεινε όμως πίσω μια μοσχοβολιά κεριού που λιώνει εμπρός στις άγιες εικόνες, κάτι από του καντηλιού το σβήσιμο, κάτι από θυμιατού πέρασμα μακρινό, μακρινό πολύ…».