Ομιλία του π. Χρυσοστόμου, ηγουμένου της Ι.Μονής Παναγίας Γιάτρισσας στην εκδήλωση για την Μικρασιατική Καταστροφή.
(Γύθειο, 18.9.2022)
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία στεφανώθηκε πολλές φορές μέ τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Μεγάλος ἀριθμός λειτουργῶν της ἀκολούθησαν τήν μακρά παράδοσιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κλήρου, νά εἶναι πάντοτε πρόμαχος στίς ἐπάλξεις τῆς πίστεως καί τῆς Ἐλευθερίας, καί ἔλαβαν μέρος στούς Ἐθνικούς Ἀγῶνες.
Ἡ στάση τους αὐτή τούς ἔκανε στόχο τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά καί τῶν ὑποτιθέμενων φίλων, μέ συνέπεια νά ὑποστοῦν σκληρό καί τέλος, μαρτυρικό θάνατο.
Ἀπό τούς Ἐθνοϊερομάρτυρες αὐτούς κληρικούς πολλοί ἦταν μεγάλες μορφές. Τούς στόλιζαν πολλές χριστιανικές ἀρετές καί εἶχαν βαθιά συναίσθηση τοῦ καθήκοντός τους στήν πατρίδα. Ἄλλοι ἀπό αὐτούς ἦσαν ἁπλοί συνηθισμένοι «παπάδες». Ἀλλά καί οἱ πρῶτοι, καί οἱ δεύτεροι, μέσα στήν τρομοκρατία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης βρῆκαν τή δύναμη νά ἀντιτάξουν σέ ξένους καί ξενοκίνητους τό ἡρωικό «ΟΧΙ». Εἶναι δίκαιο λοιπόν νά ἐπισύρει τό παλληκαρίσιο θάρρος τούς αὐτό, τόν ἀνυπόκριτο θαυμασμό μας.
Ἐκεῖνο πού ζητοῦσαν οἱ κατακτητές ἀπό τόν Κλῆρο ἦταν ἡ ἀποχή ἀπό κάθε ἐνέργεια ἐθνικῆς φύσεως. Ἄν ἔστεργαν νά κρατήσουν κλεισμένα τά χείλη τους ἦταν βεβαία ἡ σωτηρία τῆς ζωῆς τους. Μά ὅμως αὐτοί ἔβλεπαν τίς συνέπειες πού θά εἶχε μία τέτοια στάση: Τό ποίμνιο βυθισμένο στήν ἀποθάρρυνση καί «ὁ δράκων ὁ πυρρός ὁ μέγας» νά ἔχει μπηγμένα τά δόντια του στό σῶμα τῆς πατρίδος καί νά κατασπαράζει τό λογικό ποίμνιο τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Οἱ τίμιοι αὐτοί καί πιστοί Ποιμένες «πληροφόρησαν» μέ τόν καλύτερο τρόπο τή διακονία τούς πάνω στήν ἔπαλξη, στήν ὁποία τούς εἶχε τοποθετήσει τό χέρι Τοῦ Θεοῦ. Θεώρησαν καθῆκον τους νά τηρήσουν τήν Κυριακή Ἐντολή: «Ὁ Ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησει ὑπέρ τῶν προβάτων» Ἰων.10.11. Ἔμειναν κοντά στά λογικά πρόβατά τους ἐνῶ μποροῦσαν μέ τή φυγή νά σωθοῦν. Καί ὄχι μόνο δέν ἔφυγαν, ἀλλά δέν σώπασαν.
Ἔκαναν ἔλεγχο ὅπως θέλει ἡ ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Μή συγκοινωνῆτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους μᾶλλον δέ καί ἐλέγχεται» (Ἐφ. 5.11). Ἀντιστάθηκαν ἀλύγιστα στόν πονηρό ὅπως συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος: «Ἀντίστητε τῷ διαβόλω καί φευξεται ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰακ.4.7). Ἡ στάση τους ἦταν ὑποδειγματική. Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στά πεπραγμένα της, τοῦ ἔτους 1949 ἀναγνωρίζει τήν προσφορά τοῦ Ἑλληνικοῦ Κλήρου στό βωμό τοῦ καθήκοντος μέ τά ἑξῆς λόγια: «Μόνοι εὑρεθέντες δέν ἐκλονίσθησαν οὔτε ἐν τῇ χριστιανικῇ αὐτῶν πίστει, οὔτε ἐν τῇ βαθείᾳ συναισθήσει τοῦ πρός τήν ἀγωνιζομένην πατρίδα καθήκοντος, οὐδέ προετίμησαν τό ἐπαισχύντως ζῆν τοῦ ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας θανάτου, ἀλλά ἀκολουθήσαντες τό ἀνυπέρβλητον παράδειγμα τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, καί τῶν ἄλλων κληρικῶν μαρτύρων ἔπεσαν ὡς γνήσιοι Χριστιανοί καί Ἕλληνες, ἵνα διά τῆς θυσίας αὐτῶν παραμείνει ἀλώβητος ἡ αἰωνόβιος «ἐθνική δρῦς».
«Πιστοί ἄχρι θανάτου» στό Χριστό καί τήν Πατρίδα, πέρασαν κυριολεκτικά «διά πυρός καί ὕδατος», κατακρεουργήθηκαν καί διαμελίστηκαν, ἔμειναν μέρες μετέωροι στήν ἀγχόνη, ἄλλους τούς ἔθαψαν ζωντανούς ἤ τούς ἔρριξαν στή φωτιά, στή θάλασσα, ἄλλους λιθοβόλησαν ἤ τούς ἔσφαξαν ἀφοῦ τούς βασάνισαν βάρβαρα: «Βάσταξαν τά στίγματα του Κυρίου ἐν τοῖς σώμασιν αὐτῶν». «Ἔσπειραν ἐν δάκρυσι» γιά νά θερίσουμε ἐμεῖς «ἐν ἀγαλλιάσει».
Ἡ αἱματηρή ὅμως θυσία τῶν Ἑλλήνων κληρικῶν, πού συνετέλεσε τόσο πολύ στήν διαφύλαξη τῶν ἐθνικῶν μας πνευματικῶν θησαυρῶν, δέν εἶναι ὅσο θά ἔπρεπε γνωστή στούς πολλούς. Δέν εἶναι γνωστή ἡ ἀγωνία τῶν καλῶν ἐκείνων Ποιμένων, πού, ὅταν εἶδαν τούς λύκους νά ὁρμοῦν στά λογικά πρόβατα, δέν τά ἄφησαν ἀνυπεράσπιστα στήν ἁρπαγή καί στό σκορπισμό ὅπως ἔκαναν καί κάνουν «οἱ μισθωτοί ποιμένες», ἀλλά ἔμειναν κοντά τους θυσιάζοντας καί τή ζωή τους γι’ αὐτά.
Τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ τήν ὑπ’ ἀριθμόν 2556/5-07-1993 ἐγκύκλιό της, τιμοῦμε τήν Ἱερά μνήμη καί τά φρικτά μαρτύρια, πού ὑπέστησαν οἱ πέντε Ἐθνοϊερομάρτυρες κατά τή διάρκεια τῶν σφαγῶν σέ βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τούς Τούρκους, τούς γνωστούς «Τσέτες» τοῦ Κεμάλ Ἀτατούρκ. Αὐτοί εἶναι: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Ἰκονίου Προκόπιος, Μητροπολίτης Κυδωνιῶν Γρηγόριος, Μητροπολίτης Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος καί Μητροπολίτης Ζήλων Εὐθύμιος. Αὐτοί οἱ πέντε Ἐθνοϊερομάρτυρες Ἀρχιερεῖς συνελήφθησαν, ἐβασανίσθησαν καί ἐτελεύτησαν τόν βίο τους μέ φρικτό μαρτυρικό θάνατο. Τόση μάλιστα ἦταν ἡ βαρβαρότητα τοῦ Κεμαλικοῦ στρατοῦ ἀλλά καί τοῦ ἄτακτου τουρκικοῦ λαοῦ πού δέν βρέθηκε οὔτε τμῆμα ἀπό τό λείψανό τους, ἀφοῦ κυριολεκτικά τούς κατακρεούργησαν.
Στήν ἀποψινή ἐκδήλωση, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 100 ἐτῶν ἀπό τή Μικρασιατική Καταστροφή, θά ἀναφερθοῦμε ἐν συντομίᾳ στούς πέντε αὐτούς Ἐθνοϊερομάρτυρες Ἱεράρχες, ἀντλώντας διδάγματα, τά ὁποῖα ἀναδεικνύουν καί προβάλλουν τήν ἱστορική μνήμη καί ἀλήθεια, καί ταυτόχρονα διδάσκουν ὅλους ἐμᾶς, κληρικούς καί λαϊκούς τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὑπερασπίζονται τά ἰδανικά τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί πατρίδος μας.
Κατά τόν λόγο τῆς γραφῆς «ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ» καί εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ μορφή τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης εἶναι ἐξέχουσα. Θά ξεκινήσω ὅμως τήν ἀναφορά κατά χρονολογική σειρά, γιατί εἶναι βέβαιο ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει καμμία ἀντίθεση ἤ ἀντιδικία καί δέν ὑπάρχει κανένας πρῶτος οὔτε δεύτερος, ἀλλά ἄν ἀναφέρεις τόν ἕναν συμπορεύονται δίπλα του καί οἱ ἄλλοι. Πρῶτος λοιπόν σέρνει τόν χορό τοῦ μαρτυρίου ὁ Μητροπολίτης Ζήλων Εὐθύμιος.
- Εὐθύμιος Ἀγριτέλης Ἐπίσκοπος Ζήλων Ἀμασείας
Γεννήθηκε στό χωριό Παράκοιλα της Ἐπαρχίας Μηθύμνης τό 1876. Φοίτησε ἀρχικά στό σχολεῖο τοῦ Χωριοῦ του καί στή Λειμωνιάδα Σχολή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λειμῶνος, ὅπου καί ἐκάρη μοναχός. Τό 1900 μέ δαπάνες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λειμῶνος σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης. Ἐπιστρέφοντας στή Λέσβο, διορίστηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Στέφανο Σουλίδη, Διευθυντής τῆς Λειμωνιάδος Σχολῆς καί Ἱεροκήρυκας τῆς ἐπαρχίας. Τό 1910 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ὑπηρέτησε ὡς Πρωτοσύγγελος Μηθύμνης ἕως τό 1912. Καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς ὑπηρεσίας του ὑπῆρξε κατά κοινή γνώμη πρότυπο κληρικοῦ.
Τό ἴδιο ἔτος, ὁ Μητροπολίτης Ἀμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, ἀδελφός καί αὐτός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λειμῶνος διόρισε τόν Εὐθύμιο Γενικό Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο. Ἀναφέρεται ὅτι τή σύσταση πρός τό Γερμανό τήν ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄, ὁ ὁποῖος εἶχε πληροφορηθεῖ τά χαρίσματα τοῦ νέου κληρικοῦ. Τό ἴδιο ἔτος ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐπιβραβεύοντας τήν ἐπαινετή δράση του, τόν ἐξέλεξε βοηθό Ἐπίτροπο τοῦ Μητροπολίτου Ἀμασείας, ὑπό τόν τίτλο τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ζήλων (Δυτικός Πόντος). Γιά μία δεκαετία, μέσα σέ ἀντίξοες συνθῆκες ὑπηρέτησε τήν ἀχανῆ Μητρόπολη Ἀμασείας, τή μεγαλύτερη σέ ἔκταση Μητρόπολη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἡ ὁποία περιελέμβανε 340 Ὀρθόδοξες Κοινότητες μέ πάνω ἀπό 130.000 πληθυσμό. Μέ τή χειραγωγία τοῦ Εὐθυμίου ἡ Μητρόπολη Ἀμασείας ἄρχισε νά παρουσιάζει ἀσυνήθιστη πρόοδο καί ἀνάπτυξη ἰδιαίτερα στήν παιδεία καί τήν κοινοτική ὀργάνωση. Σύντομα ὅμως ἦρθαν καιροί Μεγάλων Διωγμῶν γιά τόν Μικρασιατικό Ἑλληνισμό. Τότε ἡ δράση τοῦ Ἐπισκόπου Ζήλων, ἀπό προσπάθεια ἀνάπτυξης μεταβάλλεται σέ ἀγώνα ἀνακούφισης καί περισυλλογῆς. Ἀκούραστος, μεταβαίνει «ἀπό τόπου εἰς τόπον» θέτοντας καί τήν ἴδια του τή ζωή σέ κίνδυνο καί δοκιμάζοντας στερήσεις καί κακουχίες, γιά νά προσφέρει βοήθεια στούς διωκομένους Ὀρθόδοξους Χριστιανούς. Παντοῦ ἀφύπνιζε καί τόνωνε ὄχι μόνο τό θρησκευτικό, ἀλλά καί τό ἐθνικό αἴσθημα σέ βαθμό τόσο ἐκπληκτικό, ὥστε οἱ Χριστιανοί τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας, ἄν καί ζοῦσαν μέσα σέ πολυπληθέστερο καί λίαν φανατικό τουρκικό στοιχεῖο, ἀναπτερώθηκαν καί κατάρτισαν ἔνοπλα σώματα πρός ἄμυνα. Οἱ ἄστοχες ὅμως ἐνέργειες ἄλλων ἐθνικῶν παραγόντων τῆς ἐπαρχίας, ἔκαναν γνωστή καί τή δική του δράση καθώς καί ἄλλων προκρίτων μέ ἀποτέλεσμα νά γεμίσουν οἱ φυλακές ἀπό Χριστιανούς πάσης ἡλικίας καί τάξεως. Παντοῦ ἐξορία, ἀτίμωση, ἀγχόνη, μαχαίρι.
Στίς 21 Ιανουαρίου 1921 συλλαμβάνεται ὁ Εὐθύμιος μέ πολλούς ἄλλους προκρίτους καί κλείνεται στή φυλακή. Ἐδῶ θά λάμψει γιά ἄλλη μία φορά τό ψυχικό του μεγαλεῖο καί ἡ αὐτοθυσία του. Μαθαίνοντας τά βασανιστήρια τῶν συγκρατουμένων του ζήτησε ἀπό τήν κεμαλική κυβέρνηση τῆς Ἄγκυρας νά θεωρηθεῖ ὁ μόνος ἔνοχος καί νά τιμωρηθεῖ μόνο αὐτός: «Πάτερ οὕς δέδωκας μοί ἐφύλαξα...»! Δέν δόθηκε ὅμως καμμία ἀπάντηση. Στίς 18 Ἀπριλίου 1921, ἡμέρα τοῦ Πάσχα, σέ μία προσπάθεια ἀνακούφισης τῶν συγκρατουμένων του, θεωρήθηκε περισσότερο ὕποπτος, καί ὁδηγεῖται στά ὑπόγεια τῶν φυλακῶν, ὅπου βασανίζεται φρικτά. Στίς 29 Μαΐου 1921, μετά ἀπό 41 ἡμέρες ἀπομόνωσης, ἐξαντλημένος ἀπό τίς κακουχίες, τίς στερήσεις καί τά βασανιστήρια, παρέδωσε «τό πνεῦμα του εἰς χείρας Θεοῦ Ζῶντος», γιά νά ὁδηγηθεῖ στά δεξιά Θεοῦ καί Πατρός, ὄχι ἀπό Ἀγγέλους, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀναστάντα καί Ἀναληφθέντα Κύριο. Καί πῶς ὄχι; Ὁ ἴδιος ὑπέφερε κατά τήν πιό χαρμόσυνη περίοδο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους μαρτύρια γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστη τήν Ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερία.
Τόν ἔθαψαν ἀθόρυβα στήν αὐλή παρακείμενης ἐκκλησίας. Ὡς εἰρωνεία δέ τῆς τύχης, ἦρθε μετά τό θάνατό του ἡ καταδίκη του, ἀπό τοῦ ἐν Ἀγκύρᾳ ὑπάτου Δικαστηρίου τῆς Ἀνεξαρτησίας, σέ θάνατο. Ἔτσι, ὁ Ἐπίσκοπος Ζήλων Εὐθύμιος σφράγισε τήν καλή σταδιοδρομία του μέ τόν ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος θάνατό του, καί ἔγινε πρόδρομος ἄλλων Ἐθνοϊερομαρτύρων Ἀρχιερέων θανατωθέντων στή Μικρά Ἀσία κατά τά ἑπόμενα φρικτά γιά τόν Ἑλληνισμό ἔτη.
- Χρυσόστομος Καλαφάτης Μητροπολίτης Δράμας ἀπό τό 1902 ἕως 1910 καί Μητροπολίτης Σμύρνης ἀπό τό 1910 ἕως 1922
Γεννήθηκε στήν πόλη Τρίγλια τῆς Προποντίδας τό 1867, ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τό Νικόλαο Καλαφάτη καί τήν Καλλιόπη Λεμονίδου, ὅπου καί διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία διαφαίνεται ὁ ψυχικός πλοῦτος καί τά πνευματικά χαρίσματα τά ὁποῖα τόν ἀνέδειξαν, καί τόν ἔκαναν νά διακρίνεται μεταξύ τῶν συμμαθητῶν του καί νά ἐπισύρει ταυτόχρονα τήν προσοχή καί τήν ἀγάπη τῶν διδασκάλων του. Τό 1884, κατόπιν διακαοῦς ἐπιθυμίας του, ἀποστέλλεται ἀπό τόν πατέρα του στήν Θεολογική σχολή τῆς Χάλκης, στήν ὁποία ὅπως ὁ ἴδιος ἀργότερα ἔλεγε, «ποτίσθηκε τό ἄδολο γάλα τῆς θεοσεβείας καί τόν γλυκύ χυμό τῆς γνώσεως». Διάκονος χειροτονήθηκε κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἀπό τόν Μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντῖνο Βαλλιάδη. Ἀπό τίς πρῶτες μέρες τῆς διακονίας του, ὁ Χρυσόστομος κέρδισε τήν ἀγάπη καί τή συμπάθεια ὅλων. Ἀνέπτυξε ἔντονη χριστιανική δράση, ἐξεδήλωσε τίς χριστιανικές ἀρετές του καί διακρίθηκε κυρίως γιά τήν εὐγλωττία καί τίς ὀργανωτικές του ἱκανότητες. Μετά τήν ἀνάδειξη τοῦ Μητροπολίτη Κωνσταντίνου Βαλλιάδη στόν Πατριαρχικό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, χειροτονεῖται στίς 18 Μαΐου 1897 Πρεσβύτερος γιά νά λάβει ἀμέσως τό ὀφίκκιο τοῦ Μεγάλου Πρωτοσυγγέλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ἀπό τή θέση αὐτή ὁ Χρυσόστομος θά ἀσχοληθεῖ μέ ὅλα τά φλέγοντα ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας καί στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων του, θά μπορέσει νά ἀνταποκριθεῖ πλήρως στίς προσδοκίες Αὐτῆς κατά τίς δύσκολες ἐκεῖνες περιστάσεις.
Ὅταν τόν Ἰούλιο τοῦ 1897 συγκροτήθηκε στό Λαμπέθ σύνοδος Ἐπισκόπων της Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἐξετάσει μεταξύ ἄλλων καί τό θέμα τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ Πατριάρχης ἀνέθεσε στό Χρυσόστομο τήν Προεδρία τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Κληρικῶν καί Λαϊκῶν, Ἑλλήνων καί Ἀγγλικανῶν γιά νά μελετήσει, ἐξετάσει καί συζητήσει τίς διαφορές, πού χωρίζουν τίς δύο Ἐκκλησίες καί νά προπαρασκευάσει τό ἔδαφος τῆς ἑνώσεως. Πολύτιμος ὅμως καί ἀκαταπόνητος ἐργάτης ἀναδείχθηκε ὁ Χρυσόστομος σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τοῦ Πατριαρχείου. Στό ἀνανεωτικό, ἐκκλησιαστικό καί ἐκπαιδευτικό πρόγραμμα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντίνου συνέβαλε μέ εὐγενῆ φιλοδοξία καί ἱερό ζῆλο.
Παρά τόν συνεχῆ φόρτο τῆς ἐργασίας του κήρυττε ἀνελλιπῶς, διότι πίστευε ὅτι τό κυριότερο ἔργο τοῦ κληρικοῦ, εἶναι ἡ ἀπό τοῦ ἄμβωνος διδασκαλία καί κατήχηση τῶν πιστῶν. Ἀπό τήν περίοδο αὐτή ἔχουμε ἕξι λόγους τοῦ Χρυσοστόμου, πού παραμένουν ἱστορικά ὑποδείγματα πρωτοτυπίας, καλλιέπειας καί πνευματικῆς ἐξάρσεως. Τρεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκφωνήθηκαν τή Μεγάλη Παρασκευή κατά τά ἔτη 1900, 1901, καί 1902, δύο ἐπιμνημόσυνοι στόν Πατριάρχη Σωφρόνιο καί στόν Ἀνδρέα Συγγρό, καί ἕνας ἐπιτάφιος στόν Παῦλο Στεφάνοβικ-Σκυλίτση.
Τό Μάιο τοῦ 1902, σέ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἐξελέγη παμψηφεί ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Δράμας, καί ἐπωμίζεται τήν διαποίμανση τῆς ταραχωδέστερης μητροπολιτικῆς Ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας. Ἀποχαιρετώντας τόν Πατριάρχη, ὁ νέος μητροπολίτης, καί ἀπαντώντας στίς παραινέσεις του, λέει προφητικά λόγια: «Ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ θά ὑπηρετήσω τήν Ἐκκλησία καί τό Γένος καί ἡ Μίτρα τήν ὁποία αἱ ἅγιαι χείραις σου ἐναπέθεσαν ἐπί τῆς κεφαλῆς μου, ἐάν πέπρωται νά ἀπωλέσει ποτέ τήν λαμπηδόνα τῶν λίθων της, θά μεταβληθεῖ εἰς ἀκάνθινον στέφανον μάρτυρος Ἱεράρχου».
Ἱστορική ὑπῆρξε ἡ 22α Ἰουλίου 1902 γιά τή Δράμα καί τόν Χρυσόστομο, ὅταν σύσσωμος ὁ λαός τῆς πόλεως ὑποδεχόταν τόν νέο Μητροπολίτη. Ὁ ἐνθρονηστήριος λόγος του ἐνθουσιώδης καί εἰλικρινής, διαγράφει ἐξ ἀρχῆς τήν ἐν Χριστῷ Πολιτεία καί τό βαρύ ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς διακονίας του «ἔταξε ἑαυτόν ἀνάλωμα» γιά τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του. Ἀνήγειρε ὡραιότατο μητροπολιτικό ναό, Ἀρχιεπισκοπικό Μέγαρο καί διάφορα φιλανθρωπικά ἱδρύματα καί Ἐκπαιδευτήρια. Σέ δύσκολες περιστάσεις γιά τήν Ἐκκλησία καί τό ἔθνος ἔδρασε ἐθνοπρεπέστατα καί κοινωνικότατα, ἐργαζόμενος ἀόκνως καί δέν πτοήθηκε ποτέ στίς ἀπειλές τῶν ἐχθρῶν. Δεῖγμα καί μαρτύριο τούτων, ἀποτελεῖ ἡ ὀγκώδης ἀλληλογραφία του μετά τοῦ Πατριαρχείου.
Σέ καιρό πού ἡ βουλγαρική προπαγάνδα ὀργίαζε καί οἱ Ἕλληνες ἐξαναγκάζονταν, ἐπί ποινῇ σφαγῆς, νά ὁρκιστοῦν ἐπί τοῦ Εὐαγγελίου ὅτι ἀρνοῦνται τό Πατριαρχεῖο καί εἰσέρχονται στή Βουλγαρική Ἑξαρχία ὁ Χρυσόστομος δέν μένει ἀδρανής. Μέ ματωμένη καρδιά ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος τούς ἄγριους φόνους τῶν εὐσεβῶν προκρίτων καί ἄλλων πιστῶν. Μέ «τό θεῖον πῦρ» τοῦ λόγου κηρύττει τή συναδέλφωση, τήν ἀγάπη, τήν ὁμόνοια καί ἐπαναφέρει στούς κόλπους τῆς μητρός Ἐκκλησίας τά χωριά ἐκεῖνα πού εἶχαν ἀποσκιρτήσει. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ὑψηλή Πύλη τό 1907 ζήτησε ἀπό τό Πατριαρχεῖο τήν ἀνάκληση τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τήν Μητρόπολη Δράμας. Τότε ὁ θαρραλέος Μητροπολίτης γράφει στόν Ἕλληνα Πρόξενο τῆς Κωνσταντινούπολης τά ἑξῆς: «Ἐν περιπτώσει μεταθέσεώς μου ἐκ Δράμας, ἐνεργήσατε νά μετατεθῶ εἰς Ἀνδριανούπολη, ὅπως δυνηθῶ νά ἀγωνισθῶ ἐκ νέου εἰς τήν πρώτην γραμμήν τοῦ πυρός, καί ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελον πέσει, νά πέσω ὡς ἀετός καί οὐχί νά ἀποθάνω ἀδρανῶν εἴς τινα ὀρνιθώνα τῆς Ἀνατολῆς. Ζητῶ Σταυρόν, Μεγάλον Σταυρόν, ἐπί τοῦ ὁποίου θά δοκιμάσω τήν εὐχαρίστηση, καθηλούμενος καί μή ἔχων ἕτερόν τι νά δώσω πρός σωτηρίαν τῆς ἡμετέρας λατρευτῆς πατρίδος, νά δώσω τό αἷμα μου. Οὕτως ἐννοῶ τό ἐπ’ ἐμοί τήν ζωήν καί τήν Ἀρχιερωσύνην».
Εὐχή ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε τόν Αὔγουστο τοῦ 1922, ὁπότε πράγματι θά δεχόταν τό ἀγκάθινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ συνεχεῖς πιέσεις τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καί τοῦ ἀτυχήματος τῆς κατασχέσεως τῆς ἐμπιστευτικῆς του ἀλληλογραφίας, ἀναγκάζουν τό Πατριαρχεῖο νά ἀνακαλέσει τόν Χρυσόστομο. Στίς 30 Αὐγούστου 1907, σύσσωμος ὁ λαός τῆς Δράμας, προπέμπει μέ δάκρυα τόν Χρυσόστομο στήν ἐξορία του ἐνῶ ἀντηχοῦν οἱ τελευταῖοι λόγοι του πρός τόν λαό: «Ἡ ψυχή μου θά μείνη ἐντετειχισμένη εἰς τό ἱερόν τοῦτον τέμενος, ἀπό τό ὁποῖον ὡς ἀπό ἀείρροον πηγήν θά ἀντλεῖτε τό θάρρος, τήν καρτερίαν καί τήν πίστιν. Ἀγάλλομαι αἰσθανόμενος τήν ὥραν αὐτήν, ὅτι ποιμήν καί ποίμνιον ἀποτελοῦμε μίαν ἀκατάβλητον ἀδιαίρετον καί ἀδιαχώριστον χριστιανικήν ψυχήν δεομένην τῷ Ὑψίστῳ». Τό Πατριαρχεῖο εἰσάγει τήν ὑπόθεση στήν Ἱερά Σύνοδο, καί ἐνεργεῖ πρός τήν Ὑψηλή Πύλη γιά τήν ἐπάνοδο τοῦ Χρυσοστόμου στήν Μητρόπολη Δράμας, χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα. Τελικά ἀναχωρεῖ γιά τόν τόπο τῆς ἐξορίας του, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα του. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως καί ἐκεῖ δέν μένει ἀπαθής.
Ἱδρύει σχολεῖα, ναό, κοιμητήριο, μεταξουργεῖο, φιλόπτωχο ἀδελφότητα καί μουσικό σύλλογο, ὅπου ὁ ἴδιος διδάσκει ἐκκλησιαστική μουσική.
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1908, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπευθύνεται στήν Ὑψηλή Πύλη γιά τό ζήτημα τοῦ Μητροπολίτη Δράμας, χωρίς ὅμως κανένα ἀποτέλεσμα. Ἐπωφεληθείς ὅμως ὁ Χρυσόστομος τοῦ γεγονότος τῆς γενικῆς ἀμνηστείας, πού δόθηκε ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ Νέου Συντάγματος, ὁ Χρυσόστομος ἔσπευσε νά ἐπανέλθει στήν ἐπαρχία του. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1908 μέ αἰσθήματα ἀπερίγραπτης χαρᾶς ἐπιστρέφει στήν ἐπαρχία του, ἀλλά ὅμως γρήγορα ἡ χαρά μεταβάλλεται σέ θλίψη γιατί τόν Ἰανουάριο τοῦ 1909 ἀπομακρύνθηκε πάλι στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν πόλη Τρίγλια γιά νά συνεχίσει τήν ἐξορία του.
Στίς 11 Μαρτίου 1910 ἡ Ἱερά Σύνοδος, συνελθοῦσα ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ, γιά νά πληρώσει τή χηρεύουσα Μητρόπολη Σμύρνης, ἐκλέγει παμψηφεί τόν Χρυσόστομο Δράμας διάδοχο τοῦ κοιμηθέντος Βασιλείου.
Ὁ ἀνταποκριτής τοῦ «Μανχεστριανοῦ Φύλακος» (Βρετανικός τύπος) γράφει γιά τήν ἐκλογή τοῦ Χρυσοστόμου: «Τάς ἡμέρας αὐτάς, ἡ Σμύρνη ὁμοιάζει μέ ἀρχαίαν ἑλληνικήν πόλιν ἑτοιμαζομένην νά ὑποδεχθῇ, ἐπιστρέφοντα τόν νικητή ἀθλητή της. Ἀσφαλῶς, ἐάν ὑπῆρχον τείχη θά ἐκρημνίζοντο διά νά διέλθῃ ὁ νέος Μητροπολίτης Χρυσόστομος».
Στίς 10 Μαΐου τοῦ 1910 φτάνει ὁ Χρυσόστομος στή Σμύρνη, ὅπου ὁ λαός τόν ὑποδέχεται μέ ἁψίδες, κλάδους βαΐων καί ἄνθη. Ἡ κοινωνική καί ἐθνική δράση τοῦ Χρυσοστόμου στή Σμύρνη εἶναι ἐπίσης ἔντονη. Ἱδρύει σχολεῖα, ἄσυλα, συσσίτια καί ἐκδίδει τό ἑβδομαδιαῖο περιοδικό «Ἱερός Πολύκαρπος» καί προγραμματίζει ταυτόχρονα τήν ἀνύψωση τοῦ κλήρου. Ἡγέτης πραγματικός, ἀκτινοβολεῖ ἀπό πίστη, αἰσιοδοξία καί δημιουργικότητα, ἀγωνίζεται, διδάσκει, γράφει, ἐμπνέει.
Τό Μάιο τοῦ 1910 ὀργανώνει στή Σμύρνη συλλαλητήριο γιά νά παραδοθοῦν ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση στούς Ἕλληνες χριστιανούς οἱ ἐκκλησίες τῆς Μακεδονίας.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1911, μετά τή δολοφονία τοῦ Μητροπολίτη Γρεβενῶν τελεῖ μνημόσυνο στόν ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καί ἐκφωνεῖ ἐμπνευσμένο λόγο ἀναπτερώνοντας τό ἐθνικό φρόνημα. Ὅταν τό Μάιο τοῦ ἰδίου ἔτους λαμβάνουν χώρα, βάσει σχεδίου τοῦ γερμανοῦ στρατηγοῦ Φόν Λίμαν Σάνδερς, ἀνθελληνικές βιαιότητες πρός ἐξόντωση τοῦ ἑλληνισμοῦ πού κατοικοῦσε στά παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπευθύνει δραματικές ἐκκλήσεις στούς ξένους Πρεσβευτές τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί πρός τόν Ἕλληνα Πρωθυπουργό Ἐλευθέριο Βενιζέλο, καί κατορθώνει νά ἀναστείλει τίς βιαιότητες μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν. Μέ τίς ἐνέργειές του ὅμως αὐτές κίνησε καί πάλι ἐναντίον του τό μίσος. Ἡ εὐκαιρία δόθηκε μέ τήν κήρυξη τοῦ πρώτου εὐρωπαϊκοῦ πολέμου, ὅπου ὁ φοβερός διώκτης τῶνἙλλήνων Ραχμί Μπέης-Βαλής τῆς Σμύρνης πέτυχε τήν ἀπέλαση τοῦ Χρυσοστόμου, «ὡς ἐπικινδύνου διά τήν δημοσίαν τάξιν καί ἐχθροῦ τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων».
Ἔτσι, στίς 20 Αὐγούστου τοῦ 1915, μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Χρυσόστομος ὅμως ἄν καί ἐξόριστος, δέν παύει νά ἀπευθύνει ἐκκλήσεις διαμαρτυρίας πρός κάθε ἰσχυρό γιά τούς διωγμούς τῶν χριστιανῶν.
Ἡ ἀνακωχή τοῦ Μούδρου τόν Νοέμβριο τοῦ 1918 δίνει τήν εὐκαιρία, ὥστε στίς 18 Δεκεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, μετά ἀπό τέσσερα χρόνια ἐξορίας νά ἐπιστρέψει ὁ Χρυσόστομος μέ τό ἀντιτορπιλικό «Λέων» στήν Ἰωνική Πρωτεύουσα. Ἡ ὑποδοχή πού τοῦ ἐπιφυλάσσεται εἶναι ἄνευ προηγουμένου. Μάιος τοῦ 1919! Φθάνει τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς ἐλευθερίας, οὐσιαστικά ὅμως, σηματοδοτεῖ τήν ἀντίστροφη μέτρηση γιά τόν Ἑλληνισμό τοῦ Πόντου καί τήν ἀρχή τοῦ Μαρτυρίου γιά τόν Χρυσόστομο. Πρῶτος ὁ Χρυσόστομος δέχεται τήν εἴδηση ὅτι τά ἑλληνικά πλοῖα καταφθάνουν γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Πόλης. Ἀμέσως καλεῖ τά κοινοτικά σώματα καί τούς ἐγκρίτους Σμυρναίους καί μεταδίδει τό μέγα μήνυμα τήν 1η Μαΐου τοῦ 1919. Τήν ἑπομένη, ὁ Μητροπολίτης, «γονυπετής καί κλαίων» εὐλογεῖ τίς σημαῖες καί ὑποδέχεται τούς ἐλευθερωτές.
Καθ’ ὅλο τό χρονικό διάστημα τῆς κατοχῆς τῆς Σμύρνης (1919-1922), ὁ Χρυσόστομος ὑπῆρξε ὁ ἡγέτης σέ κάθε ἐθνική καί κοινωνική δράση. Δυστυχῶς ὅμως, τό ὄνειρο τῆς ἐλευθερίας, πού εἶχε πραγματοποιηθεῖ, δέν ἔμελλε νά ἐπιζήσει γιά πολύ. Τήν ἄνοιξη τοῦ 1922, ἡ θύελλα ἐμφανίζεται ἀπειλητική γιά τόν Ἑλληνισμό τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις προτείνουν ἑλληνοτουρκική ἀνακωχή μέ βάση τήν παραχώρηση τμήματος τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης στήν Ἑλλάδα καί ἐκκένωση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ὁ Χρυσόστομος, ὡς πνευματικός ἡγέτης τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ τέτοιου εἴδους λύση. Ἀπευθύνει ἐκκλήσεις στούς ἀρχηγούς τῶν συμμάχων καί ἐπιπλέον στέλνει προσωπική ἐπιστολή πρός τόν Πάπα Ρώμης Πίο τόν 11ο, καί ζητᾶ τή συμπαράσταση τῆς δυτικῆς «ἐκκλησίας». Μάταια ὅμως, γιατί ὅλοι κωφεύουν. Ὀργανώνει τότε τήν μικρασιατική ἄμυνα, ἀλλά δέν βρίσκει ἀπήχηση στήν Ἑλληνική κυβέρνηση.
Τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1922.
Ἡ προκυμαία τῆς Σμύρνης γεμάτη ἀνθρώπους, μπαγάζια καί πανικό, κραυγές φρίκης καί ἀπόγνωσης. Ὁ πανάρχαιος μικρασιάτης Ἑλληνισμός πού ἄστραψε ἀμόλυντος χιλιάδες χρόνια, ξεριζώνεται. Ξεριζώνεται ὁ ἑλληνισμός ἀπό τήν πανάρχαια, τήν ἀφράτη γῆ, πού κάρπισε σοδιές καί σοδιές ἀνθρώπους, καί ἀστραποφόρα μαλάγματα τοῦ νοῦ καί τοῦ πνεύματος. Καί ἔρχονται ἀπό ὅλες τίς γωνιές τῆς μεσογείου χώρας καί σμίγουν μέ τούς Σμυρνιούς. Καί δέν ἔμεινε πιά στῆς ψυχῆς τό χάος παρά μονάχα ὁ πανικός καί ἡ λαχτάρα νά ξεφύγουν ἀπό τό τούρκικο μαχαίρι. Τά ἰδανικά, τά ὄνειρα, ὅλες οἱ πολύτροπες ἐπιθυμίες τῆς ζωῆς, πῆραν τό σχῆμα ἑνός σωτήριου πλοίου. Βαπόρια μεγάλα, μικρά, καΐκια, βάρκες φεύγουν φορτωμένα, μέχρι τά μπούνια, δυστυχισμένα ἀνθρώπινα πλήθη. Καί πολλοί τρέχουν νά κρυφθοῦν, καί δέν ἔχουν ποῦ νά κρυφθοῦν. Καί μέσα σέ ἐκείνη τήν κόλαση οἱ ζωντανοί ζηλεύουν τούς πεθαμένους. Καί ἀνοίγουν τούς τάφους καί κρύβονται πλάι στούς πεθαμένους μέσα στή δυσωδία. Καί οἱ Τοῦρκοι φθάνουν καί ἐκεῖ στόν τόπο τῆς ἀνένδοτης σιωπῆς καί τῆς αἰώνιας γαλήνης καί σφάζουν. Γυναῖκες ἀπό τόν τρόμο, γεννᾶνε πρόωρα, γυναῖκες βιάζονται. Καί ὅλα αὐτά μπροστά στά ἀπαθῆ μάτια τῶν Ἄγγλων, Γάλλων, Ἰταλῶν καί Ἀερικανῶν «συμμάχων», οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνο δέν διαμαρτύρονται γιά τήν ἀνήκουστη σφαγή, ἀλλά ἐμποδίζουν βίαια τούς ἔντρομους μικρασιάτες νά ἀνέβουν στά συμμαχικά πλοῖα, στά ὁποῖα ἔφταναν κολυμπώντας. Ἀνήκουστη ἀτιμία τῆς Δύσης, μπροστά στή φοβερή τραγωδία ἑνός σύμμαχου λαοῦ. Ἀλλά καί ἡ ἐπιβίβαση στά ἑλληνικά πλοῖα δέν ἦταν καί τόσο εὔκολη καί ταυτόχρονα αὐτά δέν ἐπαρκοῦν. Καί ἀντί ἡ κυβέρνηση νά στείλει ὅλα τά ἑλληνικά πλοῖα στή Σμύρνη, ἄφησε πολλά ἀχρησιμοποίητα στή Χίο καί στή Μυτιλήνη.
Στίς 27 Αὐγούστου δέν ὑπάρχει καμμία ἑλληνική ἀρχή στή Σμύρνη. Ὅλοι ἔφυγαν. Ἄλλοι πρός τήν Ἑλλάδα καί ἄλλοι δεμένοι καί αἰχμάλωτοι στά ἐνδότερα, ὅπου μαρτύρια φρικτά καί κακουχίες τούς περιμένουν. Ἡ μοναδική Ἑλληνική ἀρχή πού ἔμεινε στή Σμύρνη, ἦταν ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Τόν παρότρυναν νά φύγει, τόν παρακάλεσαν, τοῦ εἶπαν ὅτι τόν περιμένει τό μανιασμένο μαχαίρι τοῦ Τούρκου. Ὁ ρωμαιοκαθολικός ἱεράρχης τόν παρακαλεῖ νά ἀναχωρήσει μαζί του γιά νά σωθεῖ, καί ἐκεῖνος τοῦ ἁπαντᾶ: «Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου, ἀλλά καί καθῆκον τοῦ καλοῦ Ποιμένος εἶναι νά παραμείνει μέ τό ποίμνιό του». Ἀντηχοῦσε στά αὐτιά του ὁ λόγος τῆς Ἀποκάλυψης πού ἀπευθύνεται στόν Ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης: «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου καί δώσω σοί τόν στέφανον τῆς ζωῆς». Ἔμεινε ἐκεῖ ἀλύγιστος, στήν ἔπαλξη μίας ὑψηλῆς σύλληψης τοῦ χρέους, ἐπικεφαλῆς τοῦ σφαζόμενου λαοῦ του, ἀντάξιος τῆς ἀποστολῆς του, ἀντάξιος τῆς μεγάλης ματωμένης παράδοσης τοῦ πατριωτικοῦ Ἑλληνικοῦ κλήρου. Διάλεξε τόν Σταυρό καί ἔκανε τό πᾶν γιά νά ἀνακουφίσει τόν λαό τῆς Σμύρνης. Ἡ μορφή του θά σελαγίζει στίς ματωμένες κορυφές τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας μαζί μέ τούς πρίν, καί μετά τόσους, ἱερό ὑπόδειγμα τοῦ χρέους στίς ἐπερχόμενες γενεές τοῦ ὅποιου ὑψιπετοῦς χρέους, στήν ὅποια ἐποχή.
Στίς 27 Αὐγούστου 1922, ἡμέρα Σάββατο, ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος, κάτωχρος ἀπό τή νηστεία καί τήν ἀϋπνία, εἰσέρχεται στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἐνῶ πλῆθος λαοῦ κατακλύζει ἀσφυκτικά τόν Ναό. Σέ λίγο προβάλλει στήν Ὡραία Πύλη μέ φωτεινό πρόσωπο, καί ἀπαστράπτοντας τούς ὀφθαλμούς, καί ἀπευθυνόμενος πρός τούς ἐκκλησιαζομένους, λέει: «Ἡ Θεία Πρόνοια δοκιμάζει τήν πίστιν μας, καί τό θάρρος μας καί τήν ὑπομονήν μας τήν ὥραν αὐτήν. Εἰς τάς τρικυμίας ἀναφέρεται ὁ καλός ναυτικός, καί εἰς τάς δοκιμασίας ὁ καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε καί θά παρέλθει τό ποτήριον τοῦτο. Θά ἴδωμεν πάλι καλάς ἡμέρας καί θά εὐλογήσωμεν τόν Θεόν. Θαρρεῖτε ὡς ἐμπρέπει εἰς καλούς Χριστιανούς».Εἶναι ἡ τελευταία λειτουργία πού θά τελέσει. Τό ἑσπέρας τῆς ἴδιας ἡμέρας, συνοδείᾳ ἀποσπάσματος ἕξι στρατιωτῶν Τούρκων καί ἑνός ὑπαστυνόμου, θά ὁδηγηθεῖ στόν φρούραρχο τῆς πόλης, Νουρεντίν Πασά, καί μαζί μέ τόν Χρυσόστομο, οἱ Δημογέροντες Τσουρούκτσογλου καί Κλιμάνογλου. Ἀφοῦ ἀρχικά τόν ράπισε ὁ Νουρεντίν, στή συνέχεια, ἀπευθυνόμενος πρός τόν τουρκικό ὄχλο λέει: «Ἄν σᾶς ἔκανε καλό, κάντε του καλό, ἄν σᾶς ἔκανε κακό, κάντε του κακό». Παραδόθηκε στόν ἐξαγριωμένο καί ἀλλαλάζοντα ὄχλο, ὁ ὁποῖος ρίχνεται μέ μανία στόν Ὀλύμπιο Ἱεράρχη. Τόν χτυπᾶνε μέ πέτρες, μέ ξύλα, μέ σίδερα. Τοῦ ξερριζώνουν τά ἄχραντα γένια. Τοῦ βγάζουν τά μάτια. Τοῦ ξερριζώνουν τά μαλλιά. Τοῦ γδέρνουν τό χλωμό καί σεπτό πρόσωπό του, τόν σέρνουν στό λιθόστρωτο, τόν μαχαιρώνουν, τόν φτύνουν, τόν περιπαίζουν καί ἐκεῖνος δέν παρακαλεῖ, δέν λυγάει, πέφτει ἀνίκητος νεκρός, καί γίνεται θρύλος καί ἰδέα καί μέτρο τοῦ ἡρωισμοῦ. Γράφει ὁ Σπυρίδων Λοβέρδος γιά τό μαρτύριο τοῦ Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου: «Καί τώρα ὁ νεκρός ἠκρωτηριασμένος, παραμορφωμένος, ἄταφος καί ἄκλαφτος, ἐξακολουθεῖ τό ἀνύστακτο κήρυγμά του ἀπό τό ὕψος τοῦ νέου Γολγοθά, συνδέει ὡς σιδηροῦς κρίκος ἀδιαρρήκτου ἁλύσεως τάς μεγάλας παραδόσεις τοῦ ἑλληνικοῦ Κλήρου εἰς ἡμέρας καταπτώσεως καί παρακμῆς, ρίπτει φῶς Ἁγίας λαμπάδος εἰς τό ἔρεβος καταστρεπτικῆς περιόδου τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, διδάσκει κατά μῆκος ἀτέρμονος χρόνου, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή παλλομένη ἀπό Ἑλληνικόν ἰδεῶδες καί χριστιανικήν πίστιν μεταβάλλει τό πῦρ εἰς δρόσον καί τόν μαρτυρικόν θάνατον εἰς Ἀθανασίαν...».
Αὐτόπτης μάρτυρας, ἕνας τουρκοκρητικός, τόν ὁποῖο εἶχε κάποτε εὐεργετήσει ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρει ὅτι γιά νά θέσει τέρμα στό μαρτύριό του τόν πυροβόλησε ὁ ἴδιος. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος κατεγράφη στούς καταλόγους τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἡρώων τῆς Πατρίδος. Κατακρεουργήθηκε καί τό τίμιο λείψανό του δέν βρέθηκε ποτέ.
- Ἀμβρόσιος Πλειανθίδης Μητροπολίτης Μοσχονησίων
Γεννήθηκε στή Σμύρνη τό 1872. Στήν ἡλικία τῶν 16 ἐτῶν, στάλθηκε στά Ἱεροσόλυμα ἀπό τόν Ἀρχιμανδρίτη Κύριλλο, ἀντιπρόσωπο τοῦ Παναγίου Τάφου στή Σμύρνη. Στά Ἱεροσόλυμα σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Σταυροῦ. Ἐπιστρέφοντας στή Σμύρνη, χειροτονήθηκε διάκονος ἀπό τόν Μητροπολίτη Σμύρνης Βασίλειο. Ὑπηρέτησε ὡς διάκονος στόν κεντρικό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Σμύρνης, στόν ὁποῖο ὑπηρέτησαν ὡς νεωκόροι, ὁ ἐν ἁγίοις ἐθνοϊερομάρτυρας Γρηγόριος ὁ Ε΄ καί ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ἐνῶ συγχρόνως φοιτοῦσε στήν Εὐαγγελική Σχολή Σμύρνης, ἀπό τήν ὁποία ἀπεφοίτησε τό 1893, καί ὡς ἀρχιδιάκονος ὑπηρετεῖ πλέον γιά δύο χρόνια τόν Μητροπολίτη Ἡλιουπόλεως Ταράσιο.
Τό 1895 ἐρχόμενος στή Σμύρνη, διορίζεται διάκονος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καί ἀπό τόν καθηγητή τῆς Εὐαγγελικῆς σχολῆς Ἀδαμάντιο Διαμαντόπουλο διδάσκεται τή ρωσική γλώσσα, καί τεθεῖς ὑπό τήν προστασία τοῦ μητροπολίτου Ἐφέσου Κωνσταντίνου Βασιλειάδη, μετέπειτα οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, στάλθηκε στό Κίεβο, ὅπου στή Θεολογική Ἀκαδημία τῆς πόλεως, συμπλήρωσε τίς σπουδές του λαμβάνοντας τό πτυχίο τοῦ Μαγίστρου τῆς Θεολογίας. Ἐπιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί τῆς πατριαρχίας Κωνσταντίνου τοῦ Ε΄ χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί διορίστηκε ἐφημέριος τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας Θεοδοσίας στήν Κριμαία. Κατόπιν ὑπηρέτησε στήν κοινότητα Συμφερουπόλεως καί ἀργότερα στήν Ἑλληνική κοινότητα Σεβαστουπόλεως. Τό 1910 ἐπιστρέφει στή Σμύρνη μετά ἀπό παράκληση τοῦ νέου Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, τοῦ ἀπό Δράμας.
Τό 1913, μετά τήν προαγωγή τοῦ βοηθοῦ ἐπισκόπου Σμύρνης Τράλλεων Χρυσοστόμου, σέ Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, μέ πρόταση τοῦ Σμύρνης Χρυσοστόμου, ἡ Ἱερά σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλέγει τόν Ἀμβρόσιο βοηθό ἐπίσκοπο τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ξανθουπόλεως. Ὡς Ἐπίσκοπος Ξανθουπόλεως βοήθησε τά μέγιστα τόν Ἑλληνισμό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατά τόν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο, διότι ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος εἶχε ἐξοριστεῖ στήν Κωνσταντινούπολη. Μετά τή λήξη τοῦ πολέμου, στάλθηκε ὡς πατριαρχικός Ἔξαρχος στά Μοσχονήσια, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἀφοσιώθηκε στήν περίθαλψή τοῦ ἀπό τό 1919 πανταχόθεν ἐπανακάμπτοντος πληθυσμοῦ. Τό 1922, ἐπί Πατριαρχίας τοῦ ἀπό Ἀθηνῶν Μελετίου Μεταξάκη, ἡ Ἐπισκοπή Μοσχονησίων ἀνακηρύσσεται ἀνεξάρτητη Μητρόπολη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρῶτος δέν μητροπολίτης ἐκλέγεται ὁ Ἀμβρόσιος.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1922, μετά τή διάσπαση τοῦ Μικρασιατικοῦ μετώπου, ἀρχίζει ὁ Γολγοθάς τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπου, ὡς ἄλλος Σίμων ὁ Κυρηναῖος, συμπορεύεται μαζί καί ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922, τά Μοσχονήσια καταλαμβάνονται ἀπό τόν κεμαλικό στρατό. Ὅλος ὁ πληθυσμός τῶν Μοσχονησίων, πάνω ἀπό 6.000 ψυχές ὁδηγήθηκε στήν ἀπέναντι μικρασιατική ἀκτή, καί ἀπό ἐκεῖ στό ἐσωτερικό, ὅπου καθοδόν πρός Ἀδραμύττιο, στίς 15 Σεπτεμβρίου 1922 σφαγιάστηκε ὁμαδικῶς. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί 9 ἱερεῖς ὅπως καί ὁ μητροπολίτης Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος ὁ ὁποῖος ὑπέστη τόν φρικτό θάνατο τοῦ τεμαχισμοῦ.
- Γρηγόριος Ὡρολογάς μητροπολίτης Κυδωνιῶν (κατά κόσμον Ἀναστάσιος Ἀντωνιάδης)
Γεννήθηκε τό 1864 στή Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στή γενέτειρά του, καί τό 1882 εἰσήχθη στή θεολογική σχολή τῆς Χάλκης, ὅπου στό τελευταῖο ἔτος τῶν σπουδῶν χειροτονήθηκε διάκονος. Ὑπηρέτησε τήν Ἐκκλησία στήν Θεσσαλονίκη, στίς Σέρρες καί στή Δράμα ὡς διάκονος, ὡς καθηγητής, ὡς πρωτοσύγκελος καί ἱεροκήρυκας. Εὐγενική ψυχή, ἄδολος χαρακτήρας, αὐστηρή χριστιανική βιοτή, προσελκύουν πάντα τήν ἐκτίμηση. Εἶναι ἀπό τούς πρώτους ἱεροκήρυκες πού εἰσάγει τή δημοτική γλώσσα στό θεῖο κήρυγμα. Ἀλλά καί στόν ἐθνικό τομέα, εἶναι μπροστάρης τοῦ καθήκοντος καί μέ τόν Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη, μετέπειτα Σμύρνης, συνδέεται στόν κοινό ἀγώνα ὑπέρ τοῦ ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας καί συμπορεύονται πρός τό μαρτύριο.
Τό 1902, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἐπιβραβεύοντας τή δράση τοῦ Γρηγορίου, τόν χειροτονεῖ Μητροπολίτη Στρωμνίτσης καί Τιβεριουπόλεως.
Ἀγωνίστηκε, ὄχι μόνο κατά τῶν Τούρκων, ἀλλά κυρίως ἀπέναντι τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου καί τῆς προπαγάνδας αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὡς γνωστόν ἔγινε ἔνοπλος ἀγώνας γιά βίαιο ἐκβουλγαρισμό τῆς Ἑλληνικῆς Μακεδονικῆς γῆς. Ἀποτέλεσμα τῶν ἀγώνων τοῦ Γρηγόριου, ἦταν ἡ ἀνατροπή τῶν σχεδίων τῶν Βουλγάρων, οἱ ὁποῖοι θέλησαν στίς 7 Αὐγούστου 1905 νά τόν δολοφονήσουν, ἀλλά ὅμως ἀπέτυχαν καί ὁ ἴδιος σώθηκε. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, δεχόμενο πιέσεις ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη, γιατί δέν ἀνεχόταν τήν ἐθνική δράση τοῦ Γρηγορίου, τό 1908 τόν μετέθεσε στή Μητρόπολη Κυδωνιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ λαός τόν ὑποδέχθηκε μέ ἐνθουσιασμό, καί ὁ ἴδιος ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στήν ὀργάνωση τῆς Μητρόπολής του. Τήν ἡσυχία ὅμως ἀναστάτωσαν τά γεγονότα τῶν ἐτῶν 1908-1922, τά ὁποῖα συντάραξαν τήν ὀθωμανική αὐτοκρατορία καί τόν Ἑλληνισμό. Οἱ ἄτυχες ἐθνικές ἐκδηλώσεις κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν μετά τήν ἀνακήρυξη τοῦ τουρκικοῦ συντάγματος συνετέλεσαν, ὥστε, ἡ πόλη νά διαβληθεῖ πώς εἶναι ἕτοιμη νά ἐπαναστατήσει. Ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἐπιβληθεῖ στρατιωτικός νόμος, πολλοί κάτοικοι νά ὑποφέρουν φυλακίσεις, βασανισμούς, ἐξορίες, μέ προσπάθεια ἐξόντωσης ἀπό τούς νεοτούρκους τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ καί πολύ περισσότερο τῶν ἡγετῶν του καί ἰδιαίτερα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων.
Οἱ Ἑλληνικές νίκες τοῦ 1912-1913 δίνουν χαρά, ἀλλά ὅμως τό 1914 οἱ Τοῦρκοι λίγους μῆνες μετά τή συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου, μέ τήν ὁποία διπλασιάστηκε ἡ Ἑλλάδα, ἄρχισαν μεγάλους διωγμούς ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ Γρηγόριος στίς τραγικές αὐτές στιγμές βοηθᾶ μέ κάθε τρόπο τόν λαό του πού δοκιμάζεται. Ὁ ἴδιος κατηγορήθηκε ὡς ἔνοχος ἐσχάτης προδοσίας ἀπό τούς Τούρκους καί μήν μπορώντας νά τόν θανατώσουν τόν φυλάκισαν. Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, ἐπιστρέφει στή Μητρόπολή του καί ἐπιδίδεται καί πάλι στήν ἀνακούφιση τοῦ λαοῦ του. Ἔφτασαν ὅμως μέρες πού πολλοί, καί μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Γρηγόριος, ἤλπιζε νά μήν ἔρθουν.
Αὔγουστος, Σεπτέμβριος 1922: Ξεκινοῦν νέοι ἀγῶνες! Ὁ Ἑλληνικός στρατός ὑποχωρεῖ, τά ἑλληνικά παράλια καταλαμβάνονται ἀπό τόν κεμαλικό στρατό. Ὁ Γρηγόριος καλεῖ τούς δημογέροντες, γιατί ἤδη οἱ δημόσιες ὑπηρεσίες καί ἡ χωροφυλακή ἔχουν ἀναχωρίσει. Προτείνει ὁ πληθυσμός νά ἀναχωρήσει γιά τή Μυτιλήνη. Ἡ δημογεροντία δέν συμφωνεῖ καί ἐμποδίζεται βίαια ἡ φυγή τῶν κατοίκων. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως ὅλο καί περισσότερο καταφθάνουν. Τέσσερις χιλιάδες ἄρρενες πολίτες ἀπό 18 ἕως 35 ἐτῶν συλλαμβάνονται καί φονεύονται. Ὁ Γρηγόριος κάνει ὑπεράνθρωπες προσπάθειες νά διασώσει ἐπιζῶντες. Συνεχίζει μυστικές ἐνέργειες, ὅπως ὑπό τήν ἐγγύηση τοῦ ἀμερικανικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, σταλοῦν ἀπό τή Μυτιλήνη πλοῖα γιά νά παραλάβουν γυναικόπαιδα, κάτι πού στέφθηκε μέ ἐπιτυχία, καί 20.000 κάτοικοι σώζονται. Ὁ ἴδιος ἀρνεῖται νά φύγει καί συλλαμβάνεται μαζί μέ τούς ἱερεῖς του. Φυλακίζεται καί ὑφίσταται ἀνήκουστα μαρτύρια.
Στίς 3 Ὀκτωβρίου 1922 ὁδηγοῦνται οἱ πάντες, κληρικοί καί λαϊκοί ἔξω ἀπό τήν πόλη καί σφαγιάζονται. Γιά τόν Γρηγόριο ἀνοίγεται λάκκος βαθύς. Ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος τόν σαρκάζει, ὅτι τοῦ ἑτοίμασαν «ὀντάν» δηλαδή δωμάτιο γιά νά κατοικήσει ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς του. Ἤθελαν νά τόν θάψουν ζωντανό, ἀλλά ὅμως δέν πρόλαβαν γιατί παρέδωσε τήν ψυχή του πρίν προλάβουν νά τόν θάψουν. Ἦταν 58 ἐτῶν, καί ἄφησε μνήμη ἱεράρχου ἀγωνιστοῦ, σώφρονος, μετριοπαθοῦς, ἀκεραίου καί πράου.
- Προκόπιος Λαζαρίδης, Μητροπολίτης Ἰκονίου κατά κόσμον Προκόπιος Λαζαρίδης
Γεννήθηκε στά Τίανα τῆς ἐπαρχίας Ἰκονίου Μικρᾶς Ἀσίας τό 1859.Σπούδασε στή θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί ἀποφοίτησε ἀπό τό 1889. Ὑπηρέτησε ὡς διάκονος καί πρεσβύτερος στίς Μητροπόλεις Μελενίκου, Νίκαιας καί Νικομήδειας.
Τό ἔτος 1891, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί προσελήφθη ὡς ἱεροκήρυκας στήν περιφέρεια Ἄδα Παζαρίου Νικομήδειας. Ἀργότερα διακόνισε ὡς πρωτοσύγκελος στή Μητρόπολη Νίκαιας στή Μικρά Ἀσία, καί διετέλεσε τιτουλάριος ἐπίσκοπος Ἀμφιπόλεως κατά τά ἔτη 1894-1899.
Τό 1898 στάλθηκε ὡς πατριαρχικός Ἔξαρχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή Μακεδονία.
Κατά τά ἔτη 1899- 1906 διετέλεσε Μητροπολίτης Δυρραχίου, ὅπου ἐργάστηκε μέ ἀφοσίωση γιά τήν πνευματική κατάρτιση τοῦ ποιμνίου του, μέ εἰδική μέριμνα γιά τή στήριξη τῶν κρυπτοχριστιανῶν τῆς περιοχῆς τῆς Σπαθίας τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἀκόμη ὡς Συνοδικός Μητροπολίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἔθεσε τό θέμα τοῦ ἐκλατινισμοῦ τῶν ὀρθοδόξων τῆς Βοσνίας-Ἐρζεγοβίνης. Ἡ Ὑψηλή Πύλη, θορυβημένη γιά τή δράση του πρός τούς κρυπτοχριστιανούς, ζήτησε καί πέτυχε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Προκόπιου ἀπό τό Δυρράχιο.
Κατά τό ἔτος 1906 ἐξελέγη μητροπολίτης Φιλαδελφείας, καί τό 1911 μητροπολίτης Ἰκονίου ὅπου ἀνέπτυξε πολύπτυχη δράση σέ ποιμαντικό, ἐθνικό καί ἐκπαιδευτικό ἐπίπεδο. Συνέστησε νέες Ἑλληνικές κοινότητες, ἵδρυσε πολλά σχολεῖα, καί ἀνήγειρε ναούς. Προασπιζόμενος τήν ὀρθή χριστιανική πίστη, πρωτοστάτησε στήν ἀναχαίτιση τῆς προσπάθειας τῶν νεοτούρκων νά ὀργανώσουν Τοῦρκο-ὀρθόδοξη «ἐκκλησία», ἀνεξάρτητη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἡ ὁποία χρησιμοποιοῦσε ἀποκλειστικά τήν τουρκική γλώσσα πρός παραπλάνηση τῶν πιστῶν. Γιά τόν σκοπό αὐτό πίεζαν ἱερεῖς νά προσχωρήσουν σέ αὐτό τό ἐκκλησιαστικό «μόρφωμα», τό δέ χριστιανικό ποίμνιο προσπαθοῦσαν νά τό παραπλανήσουν, ἤ νά τό προσεταιριστοῦν μέ τή βία. Ἰδιαίτερα στήν εὐρύτερη ἐκείνη περιοχή τῆς Ἀνατολίας, στά βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶχαν ἐγκλωβίσει τούς ὀρθοδόξους καί τούς ὑπέβαλαν σέ φοβερές κακώσεις, ὥστε, νά ἀποσκιρτήσουν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.Τελικά οἱ τούρκικες ἀρχές διέταξαν τήν ἐξορία του ἀπό τό Ἰκόνιο, καί ἔτσι στίς 20 Σεπτεμβρίου τοῦ 1920, ὁ Προκόπιος, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο τῶν Ἀρμενίων καί πάνω ἀπό διακόσιους ντόπιους μουσουλμάνους προύχοντες, φυλακίστηκε μέ τήν κατηγορία ὅτι εἶχε δῆθεν ὑποστηρίξει τό ἀντικεμαλικό κίνημα τοῦ Μεχμέτ Ντελιμπᾶς στό Ἰκόνιο.
Ὁ Προκόπιος, ἀκολούθως ἐξορίστηκε στό Ἐρζερούμ ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1920 ὡς τόν Μάιο τοῦ 1922, καί μετά ἀπό ἀφόρητες ψυχικές καί σωματικές ταλαιπωρίες, στίς ὁποῖες εἶχε ὑποβληθεῖ, παρέδωσε τήν ψυχή του, ἀπομονωμένος στή Μονή Τιμίου Προδρόμου κοντά στήν Καισάρεια στίς 12 Μαρτίου 1923 ἤ κατ’ ἄλλους μᾶλλον δολοφονήθηκε τήν 1η Ἀπριλίου 1923.
Σέ αὐτό τό σημεῖο θά ἦταν παράλειψη νά μήν ἀναφέρουμε ὅτι, ἐκτός ἀπό τούς προαναφερθέντες Ἐθνοϊερομάρτυρες μητροπολίτες, πολυάριθμα εἶναι τά θύματα τοῦ Κλήρου ὅλων τῶν βαθμῶν. Ἀπό τούς 459 ἱερεῖς τῆς ἐπαρχίας τῆς Σμύρνης, οἱ 347 βρῆκαν οἰκτρό θάνατο. Τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Ἀρχαντζικάκη τόν πετάλωσαν, καί στή συνέχεια σούβλισαν. Τόν διάκονο Γρηγόριο τῆς Ἁγίας Ἄννας τοῦ Κορδελιοῦ τόν στραγγάλισαν. Τόν ἱερέα τῆς Ἁγίας Ἄννας τοῦ Κοκαριαλί περιέλουσαν μέ ζεματιστό λάδι. Τόν ἱερέα Νεῖλο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μπουρνόβα κατακρεούργησαν καί τόν διάκονο Μελέτιο τοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας κάρφωσαν πάνω σέ πεῦκο. Ὅλοι σχεδόν οἱ Ἀρμένιοι κληρικοί θανατώθηκαν, ἀφοῦ προηγουμένως, φρικτά βασανίσθηκαν. Ἀπό τίς 46 ἐκκλησίες τῆς Σμύρνης καί τῶν προαστίων, τρεῖς μόνο διασώθηκαν. Σέ 2.000 ἀνέρχονται οἱ κατεστραμμένες ἤ μετατραπεῖσες σέ τζαμιά, σέ ἀποθῆκες, καί σέ σταύλους ἐκκλησίες τῆς Μικρασίας καί σέ 800 τῆς Θράκης (Σολομωνίδης).
Σεβασμιώτατε, Σεβαστοί Πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί,
«Κρίμασιν οἶς οἶδε Κύριος» ἐπέτρεψε τό εὐσεβές ἡμῶν ἔθνος νά δοκιμαστεῖ πολλές φορές στό διάβα τῶν αἰώνων. Κάποιοι εἶναι βέβαιο ὅτι σχεδίασαν ἐπανειλημμένες φορές τόν ἀφανισμό του.
Αὐτό πού κατάφεραν ὅμως ἦταν νά τό καταστήσουν ἔτι ἐνδοξότερο καί νά γεμίσουν τίς οὐράνιες μονές μέ Ἁγίους. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι, τίποτα ἀπό ὅσα τεκταίνονται δέν ἀποτελοῦν τυχαῖο γεγονός. Πιστεύουμε ὅτι, ὅλα εἶναι ἤ θέλημα Θεοῦ, ἤ παραχώρηση Θεοῦ. Εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς, ὁ Θεός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος κινεῖ τά νήματα τῆς ἱστορίας, καί εἶναι βέβαιο ὅτι μέ κάθε τρόπο «κατεργάζεται» τή Σωτηρία καί ὅτι ὅλα ὁδηγοῦν πρός τά Ἔσχατα. Ὁ Προφήτης καί Βασιλιάς Δαυίδ τό λέει ξεκάθαρα: Ὁ Θεός “διασκεδάζει βουλάς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δέ λογισμούς λαῶν καί ἀθετεῖ βουλάς ἀρχόντων ἡ δέ Βουλή τοῦ Κυρίου εἰς τόν αἰώνα μένει” (ψαλμός 33).
Ταπεινά, ὅλοι μας ἀπόψε, ἄς ἐπικαλεστοῦμε τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων τῆς Μικρασίας, καί ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη τῶν ἑκατοντάδων χιλιάδων φονευθέντων καί ἐκτοπισθέντων, ἀγνοουμένων καί ξεριζωμένων προγόνων μας καί ἄς διδαχθοῦμε ἀπό τήν ἁγία ζωή τους. Ἀμήν